-
1 ἐκ
ἐκ, vor Vocalen ἐξ, doch zuweilen auch vor Consonanten, bes. σ in Inscr., wo vor β, δ, λ u. μ auch ἐγ geschrieben ist. Praeposit. c. genit. Im Allgemeinen das Ausgehen aus Etwas heraus bezeichnend: – 1) vom Orte, aus, von Etwas her, – a) zunächst bei Verbis der Bewegung, den Ausgangspunkt bezeichnend; ἐκ Πύλου ἐλϑὼν τηλόϑεν ἐξ ἀπίης γαίης Il. 1, 269, u. so bei allen Folgenden; ἐξ οἴκων μολεῖν Soph. Phil. 60; ἐξιέναι ἐκ γῆς εἰς φῶς Plat. Prot. 321 c; ἐκ τοῦ πεδίου ἀνέβησαν ἐπὶ γήλοφον Xen. An. 3, 4, 25; ἐκ νηῶν, ἐκ πόντοιο, von den Schiffen aus, Il. 8, 213 Od. 19, 375; auch übertr., μεταστρέψαι ἦτορ ἐκ χόλου, vom Zorn abwenden, Il. 10, 107. Auch hier stehen die Menschen oft für das Land, ἐκ τῶν πολεμίων ἐλϑεῖν Xen. Cyr. 6, 2, 9, vgl. An. 1, 7, 13; ἃ ἐκ τῶν Ταόχων ἔλαβον 4, 7, 17; ἐξ ἐμοῦ, aus meinem Hause, Ar. Par 1195; ἐκ τῶν γειτόνων, aus der Nachbarschaft, Lycurg. 21; Ar. Plut. 431. An σώζειν ἐκ τῆςδε γῆς, Soph. Phil. 524, schließt sich ἐκ πολλῶν ἔσωσας, El. 1348; ἐκ κακῶν πεφευγέναι, Ant. 833; παῦσον ἐκ κακῶν ἐμέ El. 975; κολώνης ἐξ ἄκρας νεόῤῥυτοι πηγαί 882; ἐκ φοινίας πληγῆς αἱμα Ai. 901; vgl. ἐξ ἀειρύτου χοὰς κρήνης ἔνεγκον O. C. 470; δύςνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν Tr. 680; ἀμφίκλυστος ἐκ πόντου πέτρα Phil. 777, aus dem Meere hervorragend; ἐξ ἀγορᾶς ὠνεῖσϑαι Plat. com. Poll. 6, 103; ἐκ χρυσῶν φιαλῶν πίνειν, aus goldenen Schalen, Xen. Cyr. 5, 3, 3; ἐξ ὕπνου ἐγείρειν Il. 5, 413. – b) Eine eigenthümliche Kürze liegt in Ausdrücken wie ὁ ἐκ Βυζαντίου ἁρμοστὴς μέλλει ἥξειν Xen. An. 6, 2, 17, wie auch wir »der Harmost aus Byzanz wird kommen« sagen; ἁρπάζειν τὰ ἐκ τῶν οἰκιῶν, das, was im Hause ist, aus demselben rauben, plündern, Cyr. 7, 2, 5; τοὺς ἐκ τῶν πόλεων λαβεῖν An. 1, 2, 3; οἱ ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἔϑεον u. ä.; einfacher ist τὰ ἐκ τοῦ ἀγροῦ ὡραῖα 5, 3, 9; ἅπαντα τἀκ τῆς οἰκίας ἀπώλεσεν Philem. Stob. fl. 105, 50; οἱ ἐκ τῶν νήσων κακοῦργοι ἀνέστησαν ὑπ' αὐτοῦ, die Räuber auf den Inseln wurden von diesem verjagt, Thuc. 1, 8, vgl. 1, 105. 2, 5. 13. – Mit δέχου δὲ χειρὸς ἐξ ἐμῆς βέλη Soph. Phil. 1271 u. μεϑιέναι O. C. 910 ist zu vgl. οἱ ἐκ χειρὸς βάλλοντες, das sind ἀκοντισταί, Xen. An. 3, 3, 15; ἐκ χειρὸς χρῆσϑαι Cyr. 1, 2, 9, u. oft μάχεσϑαι u. ä. – c) Sehr häufig sind bes. bei den Geschichtschreibern die Bezeichnungen ἐκ δεξιᾶς, ἐξ ἀριστερᾶς u. ä., von der rechten Seite, die oft auch mit Verdis der Ruhe verbunden sind: ἐκ τοῦ ἔμπροσϑεν στῆναι Xen. Cyr. 2, 2, 6; οἱ ἐξ ἐναντίας 7, 1, 20; ἐκ μὲν τοῦ ἐπὶ ϑάτερα Plat. Prot. 314 e; τόπος ἀπότομος ἐκ ϑαλάττης, von der Meeresseite, Crit. 118 a; ἐκ μὲν ϑαλάττης τὴν Εὕβοιαν προβαλέσϑαι πρὸ τῆς Ἀττικῆς, ἐκ δὲ μεσογαίας τὴν Βοιωτίαν Dem. 18, 301. Vgl. πολλὰ μὲν γὰρ ἐκ ϑαλάσσης, πολλὰ ἐκ χέρσου κακὰ γίγνεται ϑνητοῖς Aesch. Pers. 694; τοὺς ἱππέας ἐκ πλαγίου τάττειν τῶν Ἀϑηναίων, den Athenern in die Flanken stellen, Thuc. 7, 6; daher οἱ ἐκ τοῦ πλαγίου, die in der Flanke stehenden, Xen. Cyr. 7, 1, 20; – ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδεῖν, in der Nähe, Il. 24, 352; ἐκ πολλοῦ, πλείονος u. ä. φεύγειν, ἐκ τοσούτου διώκειν, von weitem, aus so weiter Entfernung, Thuc. 4, 129 Xen. An. 1, 10, 11 u. öfter; Hell. 4, 4, 10 An. 2, 21, 8; ἐκ τόξου ῥύματος καταλαβεῖν, von Bogenschußweite aus, An. 3, 3, 15; ἐξ ἀκοντίου βολῆς ᾕρουν Xen. Hell. 4, 5, 15; ἐξ ὄψεως μήκους Cyr. 4, 3, 16; ἐκ πολλοῠ προορᾶν 5, 4, 49; Sp., wie ἐξ εἴκοσι βημάτων, auf zwanzig Schritt, Plut. Demetr. 21. – d) die Bdtg außerhalb ist in ἐκ καπνοῠ κατέϑηκα Od. 19, 7 nur scheinbar, u. eine Kürze des Ausdruckes, aus dem Rauch wegtragen u. niederlegen; οὕτω τοι καὶ ἐγὼν ἐκ πατρίδος, sc. φεύγω, Od. 15, 222; von Streitern, ἄστεος ἐκ σφετέρου, fern von, Il. 18, 210; vgl. Her. 2, 142; ἐκ μέσου καϑῆσϑαι, sich aus der Mitte wegsetzen, 3, 83, wie ἐκ μέσου γίγνεσϑαι, Aesch. ep. 12, sich zurückziehen; bei Paus. 3, 14, 9 ist ἐκ τῆς πόλεως in ἐκτός von Sylburg geändert. – e) An kann es übersetzt werden in ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα, er hing die Leier an den Pflock, nämlich so, daß sie von diesem herabhing, Od. 8, 67; ἀνάπτεσϑαι ἔκ τινος, an Etwas anknüpfen, so daß das Band davon auszugehen scheint, 12, 51; ἐξ ἄντυγος ἡνία τείνας Il. 5, 322; μαχαίρας εἶχον ἐκ τελαμώνων 18, 598; τῆς δ' (ἀσπίδος) ἐξ ἀργύρεος τελαμὼν ἦν, an demselben, 11, 38; προςφυὲς ἔκ τινος, daran sitzend, Od. 19, 58. Man vgl. ἐκ τῶν ζωστήρων φορεῖν φιάλας Her. 4, 40, am Gürtel hangend, wie 9, 74; τὰ δρέπανα ἐκ τῶν ἀξόνων Xen. An. 1, 8, 10. So auch ἐκ χειρὸς λαμβάνεσϑαι u. ä., ἐκ σκήπτρου ὁδοιπορεῖν, an einem Stabe, Soph. O. C. 848; vgl. τοῖς τυφλοῖσι κέλευϑος ἐκ προηγητοῠ πέλει, die Blinden wandern an der Hand des Führers, Ant. 989; – die Uebersetzung auf in Verbindungen wie ἕλκεν νευρὴν – αὐτόϑεν ἐκ δίφροιο καϑήμενος, ἧκε δ' ὀϊστόν Od. 21, 420 ist nicht genau, es ist auch hier = von dem Sitze aus, dasitzend, wie auch bei Soph. Ant. 407 καϑἠμεϑ' ἄκρων ἐκ πάγων an das Hinabschauen vom Berge zu denken, wie Il. 14, 154 Ἥρη εἰςεῖδε –. στᾶσ' ἐξ Οὐλύμποιο u. Thuc. 3, 22 ᾔσϑοντο οἱ ἐκ τῶν πύργων, die auf den Thürmen Befindlichen bemerkten es von da aus, vgl. b). – Das Ausgehen von Etwas ist auch ein Absondern, Trennen von, aus, ἐκ δεσμῶν λυϑείς Aesch. Prom. 507. 874; so bes. ἐκ πάντων, aus Allen heraus, vor Allen, Il. 4, 96, wie ἐκ μὲν ἀλλάων ἁλιάων ἀνδρὶ δάμασσεν 18, 432; τὰν ἐκ πασᾶν τιμᾷς ὑπερταταν πόλεων Soph. Ant. 1124; ἐκ δὲ τῶν μάλιστ' ἐγώ O. C. 746, wie ἐκ πάντων μάλιστα Thuc. 2, 49 u. sonst; fast die Stelle des genit. partitivus vertretend, ἐκ πολέων πίσυρες, vier aus, von vielen, Il. 15, 680; ὅν ποτ' ἐκ πολλῶν ἐγὼ μόνον προςεῦρον πιστόν Soph. El. 1343; vgl. O. C. 70 Ant. 652 Tr. 731; μοῠνος ἐξ ἁπάντων Her. 5, 87; οὗτοι ἐσώϑησαν ἐκ τῶν ἀμφὶ τοὺς μυρίους Xen. An. 5, 3, 3; ἐκ πάντων προτιμᾶσϑαι Thuc. 1, 120; ἐκ πάντων τιμᾶν, vor Allen ehren, Her. 1, 134. – 2) In mannichfaltigen Verbindungen bezeichnet es den Ursprung, wobei immer an einen stetigen Zusammenhang des Abgeleiteten u. des Ursprünglichen zu denken ist: – a) den leiblichen Ursprung, sowohl den Vater als die Mutter bezeichnend; bei Hom. gew. ἔκ τινος εἶναι u. γενέσϑαι, vollständiger ἐξ ἐμοῠ γένος ἐσσί, du stammst von mir dem Geschlechte nach, Il. 5, 896; ὦ παῖ, πατρὸς ἐξ Ἀχιλλέος Soph. Phil. 260; ἐκ κείνου γεγώς Ai. 467; ἐξ ἧς ἔφυ γυναικός O. R. 458; Ai. 1268; μητρὸς ἐξ ὀρεσκόου βλάστημα Aesch. Spt. 514; σέϑεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν Spt. 118; Plat. αὐτοί τε ἀγαϑοὶ καὶ ἐξ ἀγαϑῶν Phaedr. 246 a; αὐτὴ ϑνητὴ ἐκ ϑνητῶν Legg. X, 889 d; ἐκ γενναίων γαμεῖν Eur. Andr. 1280. – b) vom Vaterlande, ξένος μέν εἰμι Δαυλιεὺς ἐκ Φωκέων Aesch. Ch. 663; ὁ ἐξ Αἰτωλίας, = Αἰτωλός, Soph. El. 694; οἱ ἐκ τῆς Ἀσίας, die Perser, Isocr. 4, 82. Hieran reihen sich bes. bei Späteren Umschreibungen, οἱ ἐκ Μακεδονίας βασιλεῖς, die macedonischen Könige, Pol. 2, 40, 5; οἱ ἐκ τῆς συγκλήτου, die Senatoren 3, 97, 1; οἱ ἐκ τῆς πόλεως, die Bürger, 4, 71, 11. Geläufig war οἱ ἐξ Ἀρείου πάγου, Oratt. Man vgl. οἱ ἐκ τῆς διατριβῆς ταύτης Aesch. 1, 54; οἱ ἐκ τοῠ περιπάτου, die Peripatetiker, Luc. Hermot. 11; u. was sich weiter davon entfernt, ϑάπτειν τοὺς ἐκ τῶν πολέμων, die in den Kriegen Gefallenen, Thuc. 2, 34 (vgl. ἀνελόμενος τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας Plat. apol. 32 b); οἱ ἐκ τῶν ὑποδεεστέρων, die Dürftigeren, 2, 89; οἱ ἐκ διπλασίων κτημάτων Plat. Legg. V, 743 b. – c) seltener zeigt es den Stoff an; ἐκ ξύλων ποιεῦντες τὰ πλοῖα Her. 1, 194; 3, 24; ἐκ πέτρας εἰργασμένος Aesch. Prom. 242; πίνοντας ἐκ κριϑῶν μέϑυ Suppl. 931; τὸ ἄγκιστρον εἶναι ἐξ ἀδάμαντος Plat. Rep. X, 616 c; στράτευμα ἐξ ἐραστῶν, aus Liebhabern bestehend, Xen. Conv. 8, 32. Man vgl. noch ἐκ ποταμοῦ νίζεσϑαι Od. 6, 224;. ἐκ χρημάτων τριήρεις παρασκευάζεσϑαι Plut. Them. 4; ἐκ τῶν ἰδίων (χρημάτων), aus eigenen Mitteln, Dem. 19, 229; ἐκ τῶν κοινῶν ταῖς ἰδίαις ἀπορίαις βοηϑεῖν Isocr. 12, 140; ζῆν ἔκ τινος, Xen. Hell. 3, 2, 11; τρέφειν τινὰ ἐκ τῶν ἰδίων, Isocr. 15, 152; vgl. unten f. – d) vom geistigen Ursprunge, innerem Antriebe, ἐκ ϑυμοῠ φιλεῖν, aus Herzensgrunde, Il. 9, 486, wie Bion. 4, 2; ἐξ ἔριδος μάχεσϑαι, in Folge des Streites, aus Haß, Il. 7, 111; Od. 4, 343; so Tragg., δακρυχέων ἐκ φρενός Aesch. Spt. 902; Ag. 532; ὁ ἐκ φρενὸς λόγος Ch. 105: ἐκ ποίου φρονήματος ἀτιμάζεις Suppl. 889; ἐξ εὐμενῶν στέρνων δέχεσϑαι τὸν ἱκέτην Soph. O. C. 487; οὐδὲν ἐκ σαυτῆς λέγεις El. 344, vgl. O. R. 528; ἐκ παντὸς τοῠ νοῦ Plat. Gorg. 510 b; ἐκ τῆς ψυχῆς φίλος Xen. An. 7, 7, 43; ἐκ τῆς ψυχῆς ἀσπάζεσϑαι Oec. 10, 4. – e) Ganz allgemein von der Veranlassung, von der Etwas ausgeht; μήνιος ἐξ ὀλοῆς, in Folge, wegen des Zorns, Od. 3, 135; ἐξ ἀρέων κεχολωμένος Il. 9, 566; ἀρϑεὶς νεικέων ἐξ ἀμφιλόγων Soph. Ant. 111; ἐκ τέχνης κακῆς πράσσειν Phil. 88; vgl. Plat. Tim. 33 d; ἐξ ἀβουλίας πεσεῖν Soph. El. 390; ἐκ φόβου γλῶσσαν ἐγκλῄσας ἔχω Ant. 180; παλαιῶν Ἄρεος ἐκ μηνιμάτων Eur. Phoen. 914. Dah. ἐκ τίνος ἐπλήγης; weshalb. Xen. An. 5, 8, 4; vgl. ἐκ διαβολῆς, ἐξ ὑποψίας, 2, 5, 5; ἀγαϑὸς ἐκ πολυμαϑίας γενόμενος Plat. Legg. VII, 811 a, wie ἐκ τέχνης ποιητὴς ἐσόμενος Phaedr. 245 a; ἔπαινον εἴληφεν ἔκ τινος Legg. I, 625 a; ἐκ τοιᾶςδε προφάσεως Critia. 120 d; ἄχϑεσϑαι ἔκ τινος Rep. VIII, 549 d; ἐξ ὑποβολῆς Xen. Cyr. 3, 3, 37; ἀρέσκειν ἔκ τινος Conv. 4, 57; μισεῖν ἐκ τῶν ἐγκλημάτων Dem. 1, 7; ἐκ τῆς βουλῆς 24, 63; μηδεὶς ἐκ τριηραρχίας ὑπάρξει ἀτελής 20, 20; ἐλπίδας ἔχειν ἔκ τινος Thuc. 1, 84; ἐξ εὐεργεσιῶν εὐμενῶς διατεϑείς Isocr. 4, 28. Vgl. noch τὰ ἐξ ἀδικίας κέρδη Plat. Rep. II, 366 a; οἱ ἐκ τοῠ ἀδίκου φιλοκερδοῠντες Xen. An. 1, 9, 16; Cyr. 8, 8, 18; ἐκ τοῦ δικαίου Hell. 6, 5, 16; κτᾶσϑαι Lys. 19, 9. Aehnlich πῶς ἔχει ἐκ τοῦ τραύματος, in Folge, d. i. nach den Wunden, s. unten Xen. Cyr. 5, 4, 10. Häufig so auch von Personen, ἐκ ϑεό φιν πολεμίζειν, auf Antrieb der Götter, Il. 17, 101; ἐξ ἀνδρῶν τλῆμεν, auf Anlaß der Männer, 5, 384; τιμὴ ἐκ Διός ἐστιν 2, 197; vgl. Hes. O. 30; ὄναρ ἐκ Διός, ein vom Zeus veranlaßter Traum, Il. 1, 63; ἐκ Διὸς πάσχω κακῶς Aesch. Prom. 761; πᾶσαι τέχναι βροτοῖσιν ἐκ Προμηϑέως 504; ἄτιμοι ἐκ ϑεῶν Ag. 997; vgl. ὕμνος ἐξ Ἐρινύων Eum. 327; τὰ ἐκ προτέρων ἀμπλακήματα 894; ἐξ ἐμοῠ κτήσει χάριν Soph. Phil. 1356; ἐπαίνου ἔκ τινος τυχεῖν Ant. 665; Tr. 449; τὰ ἐκ ϑεῶν τρέμοντες O. C. 257, den Götterspruch; ἡ ἐκ σοῦ δυσμένεια, dein Uebelwollen, El. 619; ἀπιστία ἔκ τινος Xen. An. 7, 7, 30; ὁ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φόβος, von den Hellenen ausgehend, veranlaßt, 1, 2, 18; ψόφος ἔκ τινος Thuc. 3, 22; σωτηρία ἔκ τινος, durch Einen bewirkte Rettung, Plat. Rep. VIII, 494 a; τὰ ἐξ Ἑλλήνων τείχεα Her. 2, 148; ἡ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εὔνοια Pol. 3, 6, 13; ἡ ἐκ τούτου πρᾶξις 9, 29, 7; ἡ ἐκ τῆς πονηρίας αἰσχύνη, ἡ ἐκ τοῠ δανείζεσϑαι ἀμηχανία, Plut. vit. aer. al. 6. Daher steht ἐκ sogar bei passivis für ὑπό, Hom. ἐφίληϑεν ἐκ Διός Il. 2, 669; τετίμηται ἐκ παίδων Od. 7, 70; Τρώεσσι δὲ κήδε' ἐφῆπται ἐκ Διός Il. 2, 69; ἐκ φίλων κρατηϑείς Aesch. Spt. 322; ἐκ ϑεῶν δοϑείς Eum. 470; ἐκ βασιλέως δεδομένος Her. 8, 114; Xen. An. 1, 1, 6; ἐκ ϑεῶν δωρηϑέν Plat. Tim. 47 b. So bei tödten, umkommen, δαμεὶς ἐκ χερος Φοίβου Aesch. Ag. 1501; Soph. Phil. 335; ϑανεῖν Tr. 1123; ἀνδρὸς ἐκ τίνος διώλετο O. R. 225; ὀλοίμην ἐκ ϑεῶν Ch. 1000; vgl. ὡς ἔρις ἔκ τε ϑεῶν ἔκ τ' ἀνϑρώπων ἀπόλοιτο Il. 18, 107; σφαγεὶς ἔκ τινος Eur. I. T. 552. Oft bei Her.; τὸ ποιηϑὲν ἐκ Ψαμμητίχου 2, 151; 3, 14; λεχϑέντα ἐξ Ἀλεξάνδρου 7, 175. Seltener bei den Attikern; τὰἐξ ἐμοῠ πραχϑέντα Antiph. II δ 1; ἐκ τῶν συνειδότων μεμηνῠσϑαι Thuc. 1, 20; ἐκ τῶν κινδυνεύειν ἐϑελόντων ὠφελεῖσϑε Lys. 16, 18; ἐξ ὑμῶν ἐλέγχονται Is. 6, 57; ἐξ ἁπάντων ἀμφιςβητήσεται Plat. Theaet. 171 b; ὁ μῠϑος ἐκ παλαιῶν ἰερέων εἴρηται Legg. IX, 872 e; ἐκ τῶν τυχόντων ἀνϑρώπων συνοικισϑεῖσα Lycurg. 62. Zu vergleichen sind aber ἐκ βασιλέως καϑεστηκώς Xen. Cyr. 8, 6, 9, φεύγειν ἐξ Ἀρείου πάγου, durch den Areopag verbannt werden, Din. 1, 44. Bei Tragg. findet sich noch ἄρχεσϑαι ἔκ τινος, Soph. Ant. 63; Eur. Hel. 1030; ἐχϑαρεῖ ἐξ ἐμοῠ, Soph. Ant. 93; ταῦτ' ἐξ Ἀλεξάνδρου ἔργα, Phil. 404; γελᾶσϑαι ἔκ τινος, Eur. Med. 797. Oft bei Aesch. u. A. δέχεσϑαι, ἑλεῖν, λαβεῖν ἐκ χερῶν, s. d. verba (πλουτεῖν ἔκ τινος Dem. 21, 189), wie κλύειν, ἀκούειν ἔκ τινος u. ä. – f) in manchen Verbindungen steht es dem dat. od. adverbialen Bestimmungen gleich; ὑψόσε δ' ἄχνη σκί. δναται ἐξ ἀνέμοιο ἰωῆς Il. 11, 307; so ἐκ βίας = βίᾳ, Soph. Phil. 559 u. öfter; ἐξ ἀνάγκης od. ἐξ ἀναγκαίας τύχης, 73 El. 48; Plat. Phileb. 22 b; vgl. ἐξ ἀνάγκης ἐστί μοι ποιεῖν τι, Antiphan. bei Ath. VI, 224 c; vgl. Plat. Soph. 256 d; ἐκ τῶν δυναμένων Gorg. 525 c; ἐκ τῶν λόγων καὶ ἔργων χαρίζεσϑαι, mit Wort u. That, Phaedr. 931 c; ἐκ δόλου, listig, Soph. El. 271; σίδηρος ὀπτὸς ἐκ πυρός Ant. 471; ἐκ τόξων ἀνύειν γαστρὶ φορβάν Phil. 702; ὑπερχλιδῶντες ἐκ γλώσσης κακῆς Tr. 208; βέβηκε ἐξ ἀκινήτου ποδός 872; u. wo das Ausgehen deutlicher hervortritt, ὀδύρομαι ὡς ἐκ στομάτων O. R. 1218; ἐκ τοῦ ἐμφανοῠς, ἐκ τοῠ φανεροῦ, = φανερῶς, Her. 3, 150; Xen. Cyr. 1, 6, 41; Isocr. 4, 147 u. A.; ἐξ ἀπροςδοκήτου, ἀέλπτου, Her. 7, 204. 1, 111; ἐξ ἴσου, 7, 135, τιμᾶν, ἀκούειν ἀμφοτέροιν, auf gleiche Weise, Aesch. Suppl. 400 Dem. 29, 4 Aesch. 1, 28, wie ἐκ τῶν ὁμοίων, Ag. 1397; οὐκ ἐξ ἴσου ἐσμέν, wir stehen nicht gleich, Xen. An. 3, 4, 47; ἐξ ἑτοίμου ἀκοντίζειν Cyr. 8, 5, 12; ἐξ ἑτοιμοτάτου, 5, 3, 57; vgl. ἐκ τῆς ἰϑείης, νέης, ὑστέρης, Her. 3, 127. 5, 116. 6, 85; ἐξ ἐπιβουλῆς Xen. An. 6, 2, 7. – 3) Hieran reiht sich die Bdtg gemäß, d. i. von Etwas ausgehend und durch Etwas veranlaßt; ἔκρινα ἐξ ὀνειράτων ἃ χρὴ ὕπαρ γενέσϑαι Aesch. Prom. 483; ἐκ τῶνδε, demgemäß; ἐξ ὧν σὺ λέγεις ἔοικε Plat. Prot. 313 c; ἀδύνατον ἐκ τῶν ὡμολογημένων, nach dem, 358 e; ἐξ ὧν ἀκούω κρίνω Xen. An. 1, 10, 28, wie ἐκ τῶν ἔργων Cyr. 2, 2, 21; ἐκ τῆς ὄψιος τοῠ ὀνεί. ρου Her. 2, 152; ἐξ ὧν ἐγὼ ἀκοῇ αἰσϑάνομαι Thuc. 6, 17; ἐξ ὦν ᾔσϑημαι Plat. Phaed. 61 c; ἐκ τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων χαρίζεσϑαι 231 c, vgl. 243 d; ἐκ τῆς νικώσης πάντα ἔπραττον, nach Stimmenmehrheit, Xen. An. 5, 9, 18, wie ἐκ τῶν λεγομένων καὶ μαρτυρουμένων ψηφίζεσϑαι Dem. 46, 4. Häufig bei Rednern αἱ ἐκ τῶν νόμων ζημίαι, τιμωρίαι, δίκη, ἐπιτίμια, die gesetzmäßigen, gesetzlichen, z. B. Dem. 58, 8. 18, 13. 19, 281; Lycurg. 4, 8; ἡ ἐκ τοῠ νόμου ἀρά Dem. 19, 70; vgl. τόδ' ἐκ νόμων σέβας Aesch. Eum. 92; ἐκ κελεύσματος Pers. 389; ἐκ τοῠ δικαίου Pol. 15, 22, 1; μηδέποτε ἐκ λόγου σκοπεῖσϑαι, vernunftgemäß, Dem. 25, 42; ἐκ τῶν παρόντων, der gegenwärtigen Lage, den Umständen gemäß, Thuc. 3, 29; Xen. An. 3, 2, 3 u. Folgende, wie Plat. Alc. 38; ὡς δυνατὸν ἐκ τοῠ τοιούτου τρόπου, bei einem solchen Charakter, Xen. An. 2, 6, 8; vgl. Ar. Th. 99; anders ἐκ τρόπου τοιοῠδε, auf folgende Weise, Lys. 13, 7, wie μαστεύουσι ζῆν ἐκ παντὸς τρόπου Xen. An. 3, 1, 43; Thuc. 6, 92. 8, 66; – ἐξ ὀνόματος προςαγορεύειν, mit Namen, Plut. Crass. 3. – 4) Eine Zeitfolge, bes. ἐξ οὗ, ἐκ τοῠ, ἐκ τούτου, seitdem, Il. 1, 493. 8, 295; bei allen Folgenden sehr gewöhnlich; ἃ 'κ τῶνδε δράσω Soph. O. R. 235. Bestimmter ἐκ γενετῆς, von Geburt an, Il. 24, 535; ἐκ νεότητος ἐς γῆρας 14, 86; bei Attikern bes. ἐκ τῶν παίδων, auch ἐκ νέων εὐϑύς, Plat. Legg. I, 642 h; ἐκ μικροῦ παιδαρίου αὐτὸν ἔϑρεψε Dem. 53, 19; ἐκ πολλοῠ χρόνου Plat. Men. 234 e; ἐκ τριῶν ἐτέων προετοιμάζετο Her. 7, 22; ἐξ ἦρος εἰς ἀρκτοῠρον Soph. O. R. 1137; ἐξ ἕω, vom Morgen an, Ar. Eccl. 85; ἐκ τοῦ ἀρίστου Xen. An. 4, 6, 21, gleich nach dem Frühstück; ἐξ ὀλίγων ἡμερῶν, auch ἐξ ὀλίγου λέγειν, nach Vorbereitung weniger Tage sprechen, Lys. 2, 1; ἐξ ἀρχῆς, von Anfang an, zuerst, Hom. u. alle Folgdn; ἐκ παλαιοῠ u. ἐκ παλαιτάτου, schon längst, ἐκ τοῠ λοιποῠ χρόνου, Dem. 59, 46. Uebh. drückt es die unmittelbare Zeitfolge aus, ἐκ πολλῆς ἡσυχίας, nach langer Ruhe, Her. 1, 86; ἐκ τῶν πρόσϑεν δακρύων γελᾶν Xen. Cyr. 1, 4, 28, gleich nach dem Weinen lachen; ἐπειδή μ' ἐκ τοῦ πόνου ὁ ὕπνος ἀνῆκεν Plat. Prot. 310 d; Phaedr. 251 a; vgl. ἔπειτα ἐκ τούτων τρίτον Phil. 27 b, nach diesem den dritten; womit sich wieder die Bdtg. in Folge verbindet in ἐκ τρωμάτων ϑνήσκειν Her. 2, 63; ἐξ ἧς μάχης ἐμοὶ τἀριστεῖα ἔδοσαν οἱ στρατηγοί, nach und in Folge welcher Schlacht, Plat. Conv. 220 d. Daran reiht sich – a) das Uebergehen aus einem Zustande in einen andern, κάλλιστον ἦμαρ εἰςιδεῖν ἐκ χείματος, nach dem Sturm, Aesch. Ag. 874; τυφλὸς γὰρ ἐκ δεδορκότος Soph. O. R. 454, blind aus einem sehenden, nachdem man sehend gewesen; λευκὴν ἐκ μελαίνης ἀμφιβάλλομαι τρίχα Ant. 1080; ἐκ τοιούτου ϑῆλυς εὕρημαι Tr. 1064; ἐκ σμικρῶν εἰς τυραννίδα ἀφικέσϑαι Eur. Hel. 1030; ὑπὸ στέγαισί τε οἵαισι ναίω, βασιλικῶν ἐκ δωμάτων, nachdem ich km Palast gewohnt, El. 306; τὰ καινὰ ἐκ τῶν ἠϑάδων ἡδίον' ἐστίν Cycl. 250: χρήσιμον ἐξ ἀχρήστου ποιεῖν Plat. Rep. VII, 530 c; λύκος ἐξ ἀνϑρώπου γενέσϑαι VIII, 566 a; ἐξ ἐλάττονος ὄντος πρότερον ἔπειτα μεῖζον γίγνεσϑαι Phaed. 70 e; ἐλεύϑερος ἐκ δούλου καὶ πλούσιος ἐκ πτωχοῠ γεγονώς Dem. 18, 131; Xen. An. 7, 7, 28 u. A., wo überall auch der Ausgangspunkt durch ἐκ bezeichnet ist. – b) das unmittelbare Aufeinanderfolgen, daher Ausdruck der Häufung; ἐξ ἡμέρης ἐς ἡμέρην ἀναβάλλειν, von Tag zu Tag, Her. 9, 8; ξενίζουσ' ἡμέραν ἐξ ἡμέρας Henioch. Stob. fl. 43, 27; δέχεται κακὸν ἐκ κακοῠ Il. 19, 290; πόλιν ἐκ πόλεως, Stadt vor Stadt, Plat. Soph. 224 b; χεὶρ ἐκ χειρός Aesch. Ag. 1109; ἀεί τιν' ἐκ φόβου φόβον τρέφω, eine Besorgniß nach der andern, Soph. Tr. 28; μόχϑος ἐκ μόχϑων Eur. I. T. 191; ἐλπίδες ἐξ ἐλπίδων Dem. 19, 18; ἄλλον ἐξ ἄλλου τύραννον μεταβάλλειν Plut. Timol. 1.
Adverbium : ἐκ δ' ἀργύρεον τελαμῶνα, daran, Il. 18, 480. Bei Soph. Tr. 1042 ἐκ μὲν ἐσχάτας βέβρωκε σάρκας – ἐκ δὲ χλωρὸν αίμά μου πέπωκεν u. ähnlichen Ausdrücken pflegt man eine Tmesis anzunehmen. – Man vgl. διέκ, παρέκ, ὑπέκ.
Bei Hom. u. andern Ep. wird ἐκ durch mehrere Wörter von seinem Genitiv getrennt, wie man wenigstens Fälle, wie ἐκ δ' ἔβαλ' ἵππων Il. 11, 109 erkl.; bei denselben wird es auch nicht selten dem casus nachgesetzt, z. B. τῆς δ' ἐξ ἀργύρεος τελαμὼν ἦν Il. 11, 38, in welchem Falle es am Ende des Verses, 14, 472 Od. 17, 518, oder wo noch ein genitiv folgt, wie Il. 5, 865 καύματος ἒξ ἀνέμοιο δυςαέος ὀρνυμένοιο, den Accent bekommt.
In der Zusammensetzung bedeutet es – 1) die Entfernung heraus, weg, z. B. ἐκβάλλω, ἔξειμι u. ä. – 2) den Ursprung, ἔκγονος. – 3) Vollendung, ein Herausarbeiten, ἐκβαρβαρόω, ἐξοπλίζω, ἐκπικρος.
-
2 ἐκ
ἐκ, vor Vokalen ἐξ, doch zuweilen auch vor Consonanten, bes. σ in Inscr., wo vor β, δ, λ u. μ auch ἐγ geschrieben ist. Im Allgemeinen das Ausgehen aus etwas heraus bezeichnend: (1) vom Orte, aus, von etwas her. (a) zunächst bei Verbis der Bewegung: den Ausgangspunkt bezeichnend; ἐκ νηῶν, ἐκ πόντοιο, von den Schiffen aus; auch übertr., μεταστρέψαι ἦτορ ἐκ χόλου, vom Zorn abwenden. Auch hier stehen die Menschen oft für das Land; ἐξ ἐμοῦ, aus meinem Hause; ἐκ τῶν γειτόνων, aus der Nachbarschaft; ἀμφίκλυστος ἐκ πόντου πέτρα, aus dem Meere hervorragend; ἐκ χρυσῶν φιαλῶν πίνειν, aus goldenen Schalen. (b) ἁρπάζειν τὰ ἐκ τῶν οἰκιῶν, das, was im Hause ist, aus demselben rauben, plündern; οἱ ἐκ τῶν νήσων κακοῦργοι ἀνέστησαν ὑπ' αὐτοῦ, die Räuber auf den Inseln wurden von diesem verjagt. (c) Sehr häufig sind bes. bei den Geschichtschreibern die Bezeichnungen ἐκ δεξιᾶς, ἐξ ἀριστερᾶς u. ä., von der rechten Seite, die oft auch mit Verdis der Ruhe verbunden sind; τοὺς ἱππέας ἐκ πλαγίου τάττειν τῶν Ἀϑηναίων, den Athenern in die Flanken stellen; daher οἱ ἐκ τοῦ πλαγίου, die in der Flanke stehenden; ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδεῖν, in der Nähe; ἐκ πολλοῦ, πλείονος u. ä. φεύγειν, ἐκ τοσούτου διώκειν, von weitem, aus so weiter Entfernung; ἐκ τόξου ῥύματος καταλαβεῖν, von Bogenschußweite aus; wie ἐξ εἴκοσι βημάτων, auf zwanzig Schritt. (d) die Bdtg außerhalb ist in ἐκ καπνοῠ κατέϑηκα Od. 19, 7 nur scheinbar, u. eine Kürze des Ausdruckes, aus dem Rauch wegtragen u. niederlegen; von Streitern, ἄστεος ἐκ σφετέρου; ἐκ μέσου καϑῆσϑαι, sich aus der Mitte wegsetzen; wie ἐκ μέσου γίγνεσϑαι, sich zurückziehen. (e) ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα, er hing die Leier an den Pflock, nämlich so, daß sie von diesem herabhing; ἀνάπτεσϑαι ἔκ τινος, an etwas anknüpfen, so daß das Band davon auszugehen scheint; προςφυὲς ἔκ τινος, daran sitzend; ἐκ τῶν ζωστήρων φορεῖν φιάλας, am Gürtel hangend; ἐκ σκήπτρου ὁδοιπορεῖν, an einem Stabe; τοῖς τυφλοῖσι κέλευϑος ἐκ προηγητοῠ πέλει, die Blinden wandern an der Hand des Führers; ἕλκεν νευρὴν αὐτόϑεν ἐκ δίφροιο καϑήμενος, ἧκε δ' ὀϊστόν, von dem Sitze aus, dasitzend; καϑἠμεϑ' ἄκρων ἐκ πάγων an das Hinabschauen vom Berge zu denken; ᾔσϑοντο οἱ ἐκ τῶν πύργων, die auf den Türmen Befindlichen bemerkten es von da aus. Das Ausgehen von etwas ist auch ein Absondern, Trennen von, aus; so bes. ἐκ πάντων, aus allen heraus, vor allen. (2) In mannichfaltigen Verbindungen bezeichnet es den Ursprung, wobei immer an einen stetigen Zusammenhang des Abgeleiteten u. des Ursprünglichen zu denken ist: (a) den leiblichen Ursprung, sowohl den Vater als die Mutter bezeichnend; gew. ἔκ τινος εἶναι u. γενέσϑαι, vollständiger ἐξ ἐμοῠ γένος ἐσσί, du stammst von mir dem Geschlechte nach; (b) vom Vaterlande; οἱ ἐκ τῆς Ἀσίας, die Perser; οἱ ἐκ Μακεδονίας βασιλεῖς, die macedonischen Könige; οἱ ἐκ τῆς συγκλήτου, die Senatoren; οἱ ἐκ τῆς πόλεως, die Bürger; οἱ ἐκ τοῠ περιπάτου, die Peripatetiker; u. was sich weiter davon entfernt, ϑάπτειν τοὺς ἐκ τῶν πολέμων, die in den Kriegen Gefallenen; οἱ ἐκ τῶν ὑποδεεστέρων, die Dürftigeren. (c) seltener zeigt es den Stoff an; στράτευμα ἐξ ἐραστῶν, aus Liebhabern bestehend; ἐκ τῶν ἰδίων ( χρημάτων), aus eigenen Mitteln. (d) vom geistigen Ursprunge, innerem Antriebe, ἐκ ϑυμοῠ φιλεῖν, aus Herzensgrunde; ἐξ ἔριδος μάχεσϑαι, in Folge des Streites, aus Haß. (e) Ganz allgemein von der Veranlassung, von der etwas ausgeht; μήνιος ἐξ ὀλοῆς, in Folge, wegen des Zorns; πῶς ἔχει ἐκ τοῦ τραύματος, in Folge, d. i. nach den Wunden. Häufig so auch von Personen, ἐκ ϑεόφιν πολεμίζειν, auf Antrieb der Götter; ἐξ ἀνδρῶν τλῆμεν, auf Anlaß der Männer; ὄναρ ἐκ Διός, ein vom Zeus veranlaßter Traum; ἡ ἐκ σοῦ δυσμένεια, dein Übelwollen; ὁ ἐκ τῶν Ἑλλήνων εἰς τοὺς βαρβάρους φόβος, von den Hellenen ausgehend, veranlaßt; σωτηρία ἔκ τινος, durch einen bewirkte Rettung. So bei töten, umkommen; φεύγειν ἐξ Ἀρείου πάγου, durch den Areopag verbannt werden; (f) τιμᾶν, ἀκούειν ἀμφοτέροιν, auf gleiche Weise. (3) Hieran reiht sich die Bdtg gemäß, d. i. von etwas ausgehend und durch etwas veranlaßt; ἐκ τῆς νικώσης πάντα ἔπραττον, nach Stimmenmehrheit; αἱ ἐκ τῶν νόμων ζημίαι, τιμωρίαι, δίκη, ἐπιτίμια, die gesetzmäßigen, gesetzlichen; μηδέποτε ἐκ λόγου σκοπεῖσϑαι, vernunftgemäß; παρόντων, der gegenwärtigen Lage, den Umständen gemäß; ὡς δυνατὸν ἐκ τοῠ τοιούτου τρόπου, bei einem solchen Charakter; anders ἐκ τρόπου τοιοῠδε, auf folgende Weise; ἐξ ὀνόματος προςαγορεύειν, mit Namen. (4) Eine Zeitfolge, bes. ἐξ οὗ, ἐκ τοῠ, ἐκ τούτου, seitdem; ἐκ γενετῆς, von Geburt an; ἐξ ἕω, vom Morgen an; ἐκ τοῦ ἀρίστου, gleich nach dem Frühstück; ἐξ ὀλίγων ἡμερῶν, auch ἐξ ὀλίγου λέγειν, nach Vorbereitung weniger Tage sprechen; ἐξ ἀρχῆς, von Anfang an, zuerst; ἐκ παλαιοῠ u. ἐκ παλαιτάτου, schon längst. Übh. drückt es die unmittelbare Zeitfolge aus, ἐκ πολλῆς ἡσυχίας, nach langer Ruhe; ἐκ τῶν πρόσϑεν δακρύων γελᾶν, gleich nach dem Weinen lachen; ἔπειτα ἐκ τούτων τρίτον, nach diesem den dritten; ἐξ ἧς μάχης ἐμοὶ τἀριστεῖα ἔδοσαν οἱ στρατηγοί, nach und in Folge welcher Schlacht. (a) das Übergehen aus einem Zustande in einen andern, κάλλιστον ἦμαρ εἰςιδεῖν ἐκ χείματος, nach dem Sturm; τυφλὸς γὰρ ἐκ δεδορκότος, blind aus einem sehenden, nachdem man sehend gewesen; ὑπὸ στέγαισί τε οἵαισι ναίω, βασιλικῶν ἐκ δωμάτων, nachdem ich im Palast gewohnt. (b) das unmittelbare Aufeinanderfolgen, daher Ausdruck der Häufung; ἐξ ἡμέρης ἐς ἡμέρην ἀναβάλλειν, von Tag zu Tag; πόλιν ἐκ πόλεως, Stadt vor Stadt; ἀεί τιν' ἐκ φόβου φόβον τρέφω, eine Besorgnis nach der anderen. In der Zusammensetzung bedeutet es (1) die Entfernung heraus, weg, z. B. ἐκβάλλω, ἔξειμι u. ä. (2) den Ursprung, ἔκγονος. (3) Vollendung, ein Herausarbeiten, ἐκβαρβαρόω, ἐξοπλίζω, ἐκπικρος -
3 ἡγεμών
ἡγεμών, [dialect] Dor. [pref] ἁγ-, [dialect] Aeol. [full] ἀγίμων IG12(2).164 (Mytil.), al., όνος, ὁ; also ἡ, Pi.I.8(7).22, A.Supp. 722, Aeschin.1.171, X.Oec. (infr. 11):—A one who leads; and so,I in Od., guide, 10.505, 15.310, Hdt.5.14, S.Ant. 1014, Pl.Men. 97b;ἡγεμόνες γενέσθαι τινὶ τῆς ὁδοῦ Hdt.8.31
, cf. E.Hec. 281, X.Mem.1.3.4;ἡ. ποδὸς τυφλοῦ E.Ph. 1616
;ἡγεμόνες τοῦ πλοῦ Th.7.50
; of a charioteer, S.OT 804.2 one who does a thing first, shows the way to others,τοῖς νεωτέροις ἡ. ἠθῶν χρηστῶν γίγνεσθαι Pl.Lg. 670e
;πατέρες τῆς σοφίας καὶ ἡ. Id.Ly. 214a
;πόνους τοῦ ζῆν ἡδέως ἡγεμόνας νομίζετε X.Cyr.1.5.12
;τῆς εἰρήνης ἡ. D.18.24
; [ἀχαριστία] ἐπὶ πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡ. X.Cyr.1.2.7
: abs., of choir-leaders, Mnemos.47.253 (Argos, ii/i B.C.).II in Il., leader, commander, chief, opp. λαοί, πληθύς, 2.365, 11.304: c. gen., ἡγεμόνες Δαναῶν, φυλάκων, etc., 2.487, 9.85, cf. Hdt.6.43, 7.62, al.; στρατηγὸς καὶ ἡ. τῶν 'Ελλήνων πρὸς τὸν βάρβαρον ib. 158;ἡ. τῶν πολέμων Id.9.33
; ἔχοντες ἡγεμόνας τῶν πάνυ [στρατηγῶν] Th.8.89; = λοχαγός, Arr.Tact. 5.6;ἡ. τῶν ἐν προχειρισμῷ PAmh.2.39
(ii B.C.); chief, sovereign, Pi.I. 8(7).22, etc.;ἡ. γῆς τῆσδε S.OT 103
, cf. OC 289;πάντων.. καὶ αὐτοῦ βασιλέως ἡ. X.HG3.5.14
;ἡ. συμμορίας D.21.157
; of the queen-bee and queen-wasp, regarded by Arist. as males, Arist.HA 553a25, 629a3 (butἡ τῶν μελισσῶν ἡ. X.Oec.7.32
, cf. 38); ὁ ἡ. τῶν προβάτων, of the bell-wether, Arist.HA 573b24; τῶν βοῶν ib. 575b1; (Piraeus, iv B.C.), cf. X.HG6.4.29.b ἡ. χοροῦ leader of a chorus, Poll.4.106;παῖδες ἡ. IG7.3196
(Orchom. [dialect] Boeot.); president of a gymnasium, ib.3.1086, al.c a Roman Emperor, Str.4.3.2, Plu.Cic.2, al.; as translation of princeps, Mon.Anc.Gr.7.9; ἡ. νεότητος, = Lat. princeps juventutis, ib.18; a provincial governor, Str.17.3.25, Ev.Matt.27.2, Act.Ap.23.24: freq. of the praefectus Aegypti, PRyl.119.4 (i A.D.), etc.; ἡ. ἀμφοτέρων, i.e. of Upper and Lower Egypt, POxy.39.6 (i A.D.);ἡ. Κύπρου
Tab. Defix.Aud.25.13
(iii A.D.).2 as Adj., ; [ ναῦς], of the flagship, A.Supp. 722;ἡ. τῆς φυλῆς κορυφαῖος D.21.60
(s.v.l.);ἡ. πόδες Arist.HA 490b5
, IA 713b32: as neut.,ἡγεμόσι μέρεσι Pl.Ti. 91e
.IV ἡγεμόνες, [dialect] Dor. ἁγ-, αἱ, in Architecture, coping-tiles of the roof, IG22.463.70, 1627.303, 4.1484.100 (Epid.).V a kind of fish, = ἡγητήρ 2, Plu.2.980f. -
4 κάμνω
κάμνω 2 aor. ἔκαμον; pf. κέκμηκα Rv 2:3 t.r. (s. Tdf. app.), ptc. κεκμηκώς; fut. 2 sg. mid. καμῇ (ApcMos 24).① be weary, fatigued (so Hom. et al.; PGiss 47, 8; PLond V, 1708, 50; 4 Macc 3:8; TestIss 3:6; JosAs 11 cod. A [p. 53, 8 Bat.] and Pal. 364; ApcMos) τῇ ψυχῇ in spirit Hm 8:10. Here we may think of a weariness of the soul (for weariness of this kind cp. Diod S 20, 96, 3 κάμνοντες ταῖς ψυχαῖς; Philo, Post. Cai. 31 [the wandering soul]; Jos., Ant. 2, 290; Just., D. 5, 6). But another interpretation may perh. be derived from Diod S 15, 38, 2: κάμνειν τῇ συνεχείᾳ τῶν πολέμων=be tired or weary of the continued succession of the wars. Then the κάμνοντες τῇ ψυχῇ would be not the weary in spirit but those who are tired of living (as Job 10:1).—Hb 12:3 it may be abs. (as Jos., Vi. 209), i.e., if τ. ψυχαῖς ὑμῶν belongs w. ἐκλυόμενοι. ἔκαμνον ἐκ τῆς ὁδοῦ I was weary from the trip GJs 15:1. Of documents σχεδὸν ἐκ τοῦ χρόνου κεκμηκότα almost worn out by time MPol 22:3; EpilMosq 5 (Diog. L. 9, 113: in Timon’s house the works of the poets lie about unprotected, many of them half eaten up [ἡμίβρωτα]). Weary with work (TestJob 39:11 μή κάμητε εἰκῇ; ApcMos 24) κεκοπίακας καί οὐ κέκμηκας Rv 2:3, an Erasmian rdg. (s. above).② be ill (so Soph., Hdt. et al.) ὁ κάμνων the sick man (Strabo 8, 6, 15; Musonius 20, 8 θεραπείαν τῶν καμνόντων; Epict., Fgm. 19; M. Ant. 6, 55; SIG 943, 9f ἐπιμέλεια τῶν καμνόντων; TestSol 18, 34 P; Philo, Omn. Prob. Lib. 12, Migr. Abr. 124 τὴν τῶν καμνόντων σωτηρίαν; Tat.) Js 5:15. Another possibility here is the mng. be hopelessly sick, waste away (schol. on Apollon. Rhod. 4, 1091 p. 306, 23 W.; Jos., Ant. 8, 266), or even③ die (Crinagoras, no. 25, 1; Diod S 14, 71, 1 and 4; Dionys. Byz. §109; 110; Kaibel 321, 8 καμών=dead; grave ins [ANock, Sallust. p. xxxiii, 94 ὅταν κάμῃς, τοῦτο τὸ τέλος=when you die, that’s the end]; Wsd 4:16; 15:9; SibOr 3, 588).—B. 540. DELG. M-M. Spicq. -
5 ἡγεμών
ἡγεμών, όνος, ὁ (ἡγέομαι), eigtl. der Vorangehende, der vorangeht u. dadurch den Weg zeigt u. die Anderen ihm zu folgen veranlaßt, Od. 10, 505; ἡγεμόν' ἐσϑλὸν ὄπασσον, ὅς κέ με κεῖσ' ἀγάγῃ 15, 310; ἐμοὶ γὰρ οὗτος ἡγεμών Soph. Ant. 1001; ποδὸς τυφλοῦ Eur. Phoen. 1610; geradezu Wegweiser, Her. 5, 14; Xen. An. 4, 2, 1; mit dem Zusatz τῆς ὁδοῦ, Eur. Hec. 281; ἡγεμόνες ἐγένοντο τῷ βαρβάρῳ Her. 8, 31; ὁδοῦ λαβεῖν ἡγεμόνα Xen. Mem. 1, 3, 4; τοῦ πλοῦ, der Lootse, Thuc. 7, 50. – Bes. der im Kriege vorangeht, der Führer, Heerführer, Feldherr, Il. 2, 476 u. öfter; Ggstz λαοί, 2, 365, u. πληϑύς, 11, 304; ἵππου μελαίνης ἡγεμὼν τριςμυρίας Aesch. Pers. 307; ἡγεμὼν ὁ πρέσβυς νεῶν Ἀχαϊκῶν Ag. 177; Λάϊός ποϑ' ἡγεμὼν γῆς τῆςδε, der König, Soph. O. R. 103; auch von Wagenlenkern, ἐξ ὁδοῦ μ' ὅ ϑ' ἡγεμὼν αὐτός ϑ' ὁ πρέσβυς ἠλαυνέτην ihd. 804; in Prosa, στρατηγὸς καὶ ἡγεμὼν τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν βάρβαρον Her. 7, 158, Heerführer, u. zwar der Oberanführer der gesammten Griechen; τῶν πολέμων 9, 33; ἔχοντες ἡγεμόνας τῶν πάνυ στρατηγῶν Thuc. 8, 89; ὁ μέγας ἡγεμὼν ἐν οὐρανῷ Ζεύς Plat. Phaedr. 246 e; ὧν ὁ Ἔρως ἡμῖν ἡγ. καὶ στρατηγός Conv. 193 b; τῆς πόλεως Alc. 1, 120 a; allgemeiner, der zu Etwas anleitet, dadurch, daß er Etwas zuerst thut, zum Nachthun Veranlassung giebt, καὶ διδάσκαλος Menex. 240 d; Rep. X, 595 c; οὗτοι γὰρ ἡμῖν ὥςπερ πατέρες τῆς σοφίας εἰσὶ καὶ ἡγεμόνες Lys. 214 a; τοὺς ἐμπειρίᾳ τε καὶ ἡλικίᾳ ἱκανοὺς ἡγεμόνας τε καὶ παιδαγωγοὺς εἶναι Rep. V, 467 d; πόνους τοῦ ζῆν ἡδέως ἡγεμόνας νομίζετε Xen. Cyr. 1, 5, 12; ἀχαριστία πρὸς πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡγ. 1, 2, 7; Sp. Auch von Thieren, ἡγεμόνες ἀνϑρηνῶν, μελιττῶν, σφηκῶν, Arist. H. A. 8, 42, die Weiser. – Adjectivisch u. dah. auch im fem. gebraucht, ναῦς ἡγεμών Aesch. Suppl. 703; ἄνδρα ἡγεμόνα Plat. Critia. 118 e; τοῖς περὶ τὰ στήϑη τῆς ψυχῆς ἡγεμόσιν ἕπεσϑαι μέρεσιν Tim. 91 c; πρὸς πρώτην τὴν τῆς ξυμπάσης ἡγεμόνα ἀρετῆς Legg. III, 688 b; δόξα ἀληϑὴς πρὸς ὀρϑότητα πράξεως οὐδὲν χείρων ἡγ. φρονήσεως Men. 97 b; ἀχαριστία μεγίστη ἐπὶ πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡγεμών Xen. Cyr. 1, 2, 7; Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. 452. – Nach Poll. 4, 148 eine besondere Klasse der Sklaven, die vorangehen. – In der Metrik heißt so der Pyrrhichius, D. Hal., z. B. C. V. p. 218, Schäf.
-
6 εμβαλλω
(fut. ἐμβαλῶ, aor. 2 ἐνέβαλον, pf. ἐμβέβληκα)1) (во что-л) бросать, кидать, сбрасывать(τινὰ πόντῳ, κεραυνὸν νηΐ Hom.; τινὰ ἐς τὸ βάραθρον Arph., Plut.; τινὰ εἰς φρέαρ Plat.; λίθον εἰς τέν κεφαλήν τινι Plut.)
πῦρ ἐμβαλεῖν Thuc. — поджечь;ἐ. ψῆφον Xen., Dem.; — опускать вотивный камень (в урну);ἐμβαλεῖν ἐαυτὸν εἰς τόπους γλίσχρους Plut. — попасть в бесплодные местности;εἰς τοὺς περιπατοῦντας ἐμβαλεῖν ἑαυτόν Plut. — смешаться с толпой гуляющих2) вкладыватьσκῆπτρόν τινι ἐμβαλεῖν χειρί Hom. — вручить кому-л. скиптр;
τέν χεῖρα ἐ. τινί Arph. — подавать кому-л. руку;ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν. - Ἐμβάλλω μενεῖν Soph. — дай руку в знак клятвы. - Даю слово, что остаюсь3) давать, предлагатьἐμβαλεῖν περί τινος βουλέν εἰς τὸ στράτευμα Xen. — вынести что-л. на обсуждение войска;
ἐ. τοῖς ἵπποις τὸν χιλόν Xen. — задать лошадям корм:ἐμβάλλεσθαι τῶν λαγῴων ирон. Arph. — объедаться заячьим мясом4) med. (тж. ἐ. εἰς τὸν ἐχῖνον Dem.) предоставлять, давать(μαρτυρίαν, ὅρκον Dem.)
5) обрушивать(οἰκίας τισί Arph.)
6) посылагь, насылать(λυσσώδη νόσον Soph.; νόστον πικρόν τινι Eur.)
7) вставлять(τὸ ὂ μικρὸν μεταξὺ τοῦ χῖ καὴ τοῦ νῦ Plat., συλλαβέ ἐμβεβλημένη Arst.; ἀρότρῳ χαλκέν ὕνιν Plut.)
ἐ. λόγον περί τινος Xen., Plat., Plut.; — заводить разговор о чем-л.;τῶν πολέμων μέσην ἐμβαλεῖν τέν εἰρήνην Plut. — устроить мирную передышку между (двумя) войнами8) ставить, устанавливать(πύλην Plut.)
9) проводить, прокапывать10) проводить, чертитьαἱ εὐθεῖαι ἐμβληθεῖσαι πρὸς ὀρθάς τινι Arst. — прямые, проведенные параллельно к чему-л.
11) (тж. ἐ. κώπησι Hom. и κώπαισι Pind.) налегать на весла, усиленно грести Arph., Xen.12) вводить, включать (в состав), причислять(τινὰ εἰς τὸν ἀριθμόν τινων Plut.)
ἐμβαλεῖν ἑαυτὸν εἰς τέν ἑταιρείαν Plut. — войти в содружество13) ввергать, сажать(τινὰ εἰς τὸ δεσμωτήριον Dem.)
14) вдвигать, всовывать, задвигать(μόχλον Xen.)
15) загонять(τὸν λαγῶ εἰς τὰς ἄρκυς Xen.)
16) отбрасывать, оттеснять(τοὺς βαρβάρους εἰς τὰς ναῦς Plut.)
17) сажать, грузить(τινὰς εἰς πλοῖα Polyb.; ἀνθρώπους τε καὴ φόρτον, sc. εἰς τέν ὁλκάδα Plut.)
ἐμβαλέσθαι τινά Luc. — посадить кого-л. на свой корабль18) набрасывать, накладывать, надевать(χαλινὸν ἵππω Xen.; βρόχον τραχήλῳ Theocr.)
19) наносить(πολλὰ ἕλκεα Pind.; πληγάς τινι Xen.; πληγέν μίαν εἴς τι Plut.)
ἐ. (sc. πληγὰς) ὡς ἰσχυρότατα Xen. — стегать изо всех сил20) делать прививку, прививать(φυτὰ ἐμβεβλημένα Dem.)
21) повергать(τινὰ εἰς ἀτυχίαν Aeschin.)
ἐ. τινὰ εἰς ἀπορίαν Plat. — ставить кого-л. в затруднительное положение;ἐμβαλεῖν τινὰ εἰς ὑποψίαν Plut. — внушить кому-л. подозрение;ἐμβαλεῖν εἰς τὸν πόλεμον τέν Ἑλλάδα Plut. — вовлечь Грецию в войну;ἐμβαλεῖν τινα ἐς γραφάς Arph. — втянуть кого-л. в судебные процессы;εἰς ἔχθραν ἐμβαλεῖν τινα Dem. — навлечь на кого-л. ненависть;εἰς γέλωτα ἐμβαλεῖν τι Dem. — осмеять что-л.22) набрасывать (на ложе), стлать(ῥήγεα πορφύρεα Hom.)
23) распространять(λόγον εἰς τοὺς πολλούς, ὡς … Plut.)
24) внушать(τι ἐνὴ φρεσίν Hom.; φόβον τινί Her.; θάρσος τινί Polyb.; τῷ στρατεύματι ζῆλον καὴ φιλονεικίαν πρὸς τοὺς πολεμίους Plut.)
θεοῦ τινος εἰς νοῦν ἐμβαλόντος Plut. — по наитию свыше;εἰς τὸν νοῦν ἐμβαλέσθαι τι Dem. — забрать себе в голову, придумать что-л.;ἐμβάλλεσθαι θυμῷ τι Hom. — замышлять что-л.25) устремляться, впадать(ὅ Μαρσύας ποταμὸς ἐμβάλλει εἰς τὸν Μαίανδρον Xen.; τὸ πλῆθος τοῦ ὕδατος ἐμβάλλοντος Arst.)
26) врываться, вторгаться(εἰς χώραν Xen.; εἰς τέν ἀγοράν Aeschin.; εἰς Ἰταλίαν Plut.)
27) набрасываться, нападать(ταῖς ναυσί Thuc.; εἰς τοὺς προφύλακας Plut.; med. ἢν ἐμβαλόμενοι ἴωμεν ἐπὴ τοὺς πολεμίους Xen.)
ἐν τῷ ἀεὴ ἀπαντῶντι ἐ. Plat. — набрасываться на каждого встречного;ξυνετύγχανε τὰ μὲν ἄλλοις ἐμβεβληκέναι, τὰ δ΄ αὐτοὺς ἐμβεβλῆσθαι Thuc. — приходилось то совершать нападения на других, то самим подвергаться нападениям28) ( о воде) набегать -
7 παν-έρημος
παν-έρημος, ganz verlassen, öde; πόλις, Strab. XVII, 805; χωρία πανέρημα ὄντα ὑπὸ τῶν πολέμων, Luc. D. Mort. 27, 2; a. Sp.
-
8 λησμοσυνη
-
9 καί
καί particle,1 and, also, even A copulative.1 joining finite verbs,a with change of subject.ἦ θαύματα πολλά, καί πού τι καὶ ἐξαπατῶντι μῦθοι O. 1.28
, O. 3.21, O. 9.38, O. 10.41, O. 10.72, P. 1.5, P. 1.42, P. 3.35, P. 3.93, P. 3.94, P. 4.124, P. 4.164, P. 4.220, P. 4.247, P. 4.254, P. 4.257, P. 6.53, P. 9.40, P. 9.52, N. 5.18, N. 5.21, N. 6.53, N. 7.65, N. 10.10, N. 11.8, I. 3.17, I. 4.13, I. 4.34, I. 4.67, I. 5.48, I. 6.53, I. 8.47, fr. 51b. Pae. 2.53b with no change of subject.διεδάσαντο καὶ φάγον O. 1.51
, O. 5.8, O. 7.46, O. 10.49, O. 13.27, O. 13.69, O. 13.112, P. 3.15, P. 3.68, P. 4.254, P. 4.298, P. 9.12, P. 10.46, N. 1.64, N. 3.26, N. 3.38, N. 4.61, N. 5.39, N. 6.19, N. 6.49, N. 9.18, N. 10.22, N. 10.74, N. 10.80, I. 2.19, I. 5.63, I. 6.70, Πα. 2. 1, Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν καὶ ἔκτισαν νάσους Πα.. 3. Πα. 8A. 13. Δ. 2. 30, fr. 169. 23, fr. 169. 47.c in subord. cl.,ὡς ἂν κτίσαιεν βωμὸν ἐναργέα καὶ ἰάναιεν O. 7.42
πρὶν μίχθη καὶ ἔνεικεν O. 9.59
κατέφρασεν ὁπᾷ ἔθυε καὶ ὅπως ἄρα ἔστασεν O. 10.57
ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ P. 1.100
θεός, ὃ καὶ κίχε καὶ παραμείβεται καὶ ἔκαμψε P. 2.50
εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων, καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.63
P. 9.46—9.ὃς ἂν ἕλῃ καὶ ἴδῃ P. 10.25
, N. 3.34ὄφρα προσμένοι καὶ πάξαιθ N. 3.61
αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον, καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν N. 5.15
Pae. 6.50 irregularly coordinated;φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου καὶ ὁπότ' Πελλάνᾳ φέρε O. 9.97
εὐθύ-γλωσσος ἀνὴρ προφέρει παρὰ τυραννίδι χὠπόταν ὁ λάβρος στρατός, χὤταν πόλιν οἱ σοφοὶ τηρέωντι P. 2.87
—8.νᾶσον ὡς ἤδη λιπὼν κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν καὶ τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι P. 4.9
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν N. 5.52
d introducing question.ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο O. 2.99
“ καὶ τίς ἀνθρώπων σε ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.982 joining grammatically similar words.a two nouns.Παλλὰς καὶ Ζεὺς O. 2.27
ὅρμοισι τῶν χέρας ἀναπλέκοντι καὶ στεφάνους O. 2.74
κρίσιν καὶ πενταετηρίδ O. 3.21
Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν καὶ πολυγνάμπτων μυχῶν O. 3.27
χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ O. 4.25
ἀρετᾶν καὶ στεφάνων O. 5.1
Ἄκρων' ἐκάρυξε καὶ τὰν νέοικον ἕδραν O. 5.8
Οἰνομάου καὶ Πέλοπος O. 5.9
Ποσειδᾶν' καὶ τοξοφόρον σκοπόν O. 6.59
παρ' Ἀλφειῷ καὶ παρὰ Κασταλίᾳ O. 7.17
Οὐρανὸς καὶ Γαῖα μάτηρ O. 7.38
ἀρετὰν καὶ χάρματ O. 7.44
τά τ' ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84
κῶμον καὶ στεφαναφορίαν O. 8.10
ἓ καὶ υἱὸν O. 9.14
κορᾶν καὶ φερτάτων Κρονιδᾶν O. 9.56
τόλμα δὲ καὶ ἀμφιλαφὴς δύναμις O. 9.82
σὺ καὶ θυγάτηρ O. 10.3
Καλλιόπα καὶ χάλκεος Ἄρης O. 10.15
βροντὰν καὶ πυρπάλαμον βέλος O. 10.80
ἀρχὰ λόγων καὶ πιστὸν ὅρκιον O. 11.6
Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τε O. 12.18
κασίγνηταί τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα O. 13.7
Σίσυφον καὶ τὰν Μήδειαν O. 13.53
ναὶ καὶ προπόλοις O. 13.54
παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα O. 13.83
αἰδῶ δίδοι καὶ τύχαν O. 13.115
Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν P. 1.1
κορυφαῖς καὶ πέδῳ P. 1.28
ὄλβον καὶ κτεάνων δόσιν P. 1.46
ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν P. 1.68
κύριε πολλᾶν μὲν εὐστεφάνων ἀγυιᾶν καὶ στρατοῦ P. 2.58
ἐν ὄρει καὶ ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.90
Νέστορα καὶΛύκιον Σαρπηδόν P. 3.112
ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω καὶ τὸ πάγχρυσον νάκος κριοῦ P. 4.68
“Ἰφιμεδείας παῖδας, ὦτον καὶ σέ” P. 4.89 “ πὰρ Χαρικλοῦς καὶ Φιλύρας” P. 4.103 “ λαγέτᾳ Αἰόλῳ καὶ παισὶ” P. 4.108Ἄδματος καὶ Μέλαμπος P. 4.126
ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι P. 4.190
ἀγέλα ταύρων ὑπᾶρχεν καὶ νεόκτιστον θέναρ P. 4.206
ἄροτρον καὶ βόας P. 4.225
Κυράνα καὶ τὸ κλεεννότατον μέγαρον Βάττου P. 4.280
πεδίον καὶ πατρωίαν πόλιν P. 5.53
ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
νικαφόροις ἐν ἀέθλοις καὶ θοαῖς ἐν μάχαις P. 8.26
γείτων καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν P. 8.58
λαμπρὸν φέγγος καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
“ θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν” P. 9.30 “ τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους” P. 9.45 “ ἐν θαλάσσᾳ καὶ ποταμοῖς” P. 9.47 ὥραισι καὶ Γαίᾳ” P. 9.60 “ νέκταρ καὶ ἀμβροσίαν” P. 9.63 “ Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ Νόμιον” P. 9.64—5.οἱ καὶ Ζηνὶ P. 9.84
νιν καὶ Ἰφικλέα P. 9.88
δίκον φύλλ' ἔπι καὶ στεφάνους P. 9.124
πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ P. 10.42
χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκων P. 12.25
οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61
Ἰάσον' καὶ ἔπειτεν Ἀσκλαπιόν N. 3.54
τάνδε νᾶσον καὶ σεμνὸν Θεάριον N. 3.69
δῶρα καὶ κράτος N. 4.68
ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων N. 5.7
υἱοὶ καὶ βία Φώκου N. 5.12
ἀοιδαὶ καὶ λόγοι N. 6.30
αὐχένα καὶ σθένος (v. Dornseiff, Stil, 26) N. 7.73χειρὶ καὶ βουλαῖς N. 8.8
Δείνιος δισσῶν σταδίων καὶ πατρὸς Μέγα Νεμεαῖον ἄγαλμα N. 8.16
ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν N. 9.4
φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν N. 9.13
χερσὶ καὶ ψυχᾷ N. 9.39
Κάστορος καὶ κασιγνήτου Πολυδεύκεος N. 10.50
Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ N. 10.53
Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2
λύρα καὶ ἀοιδά N. 11.7
πάλᾳ καὶμεγαυχεῖ παγκρατίῳ N. 11.21
ἐν Πυθῶνι καὶ Ὀλυμπίᾳ N. 11.23
παρὰ Κασταλίᾳ καὶ παρ' εὐδένδρῳ ὄχθῳ Κρόνου N. 11.25
πολιατᾶν καὶ ξένων I. 1.51
Ὀγχηστὸν καὶ γέφυραν I. 4.20
χρυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας I. 4.60
δαῖτα καὶ νεόδματα στεφανώματα βωμῶν I. 4.62
νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ;ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5
ἑσπόμενοι Ἡρακλῆι πρότερον καὶ σὺν Ἀτρείδαις I. 5.38
Ἕκτορα καὶ στράταρχον Μέμνονα I. 5.40
Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.27
Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν Ἀλκυονῆ I. 6.32
“χθόνα καὶ στρατὸν ἀθρόον Pae. 4.42
ἐμὰν ματέραλιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Pae. 4.45
στεφάνων καὶ θαλιᾶν Pae. 6.14
νέφεσσι δ' ἐν χρυσέοις Ὀλύμποιο καὶ κορυφαῖσινἵζων Pae. 6.93
ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν Pae. 6.131
Ἁφαίστου παλάμαις καὶ Ἀθά[νας] Pae. 8.66
Κάδμου στρατὸν καὶ Ζεάθου πόλιν (Π: ἂν pro καὶ coni. Wil. metr. gr.) Πα... φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ἐπ' Αἰολάδᾳ καὶ γένει (G-H: τε καὶ Π.) Παρθ. 1. 13. ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ fr. 95. 2. θυμὸν καὶ φωνὰν fr. 124d. βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ ἄνδρες fr. 133. 4. ]ἀοιδ[ὰν κ]αὶ ἁρμονίαν fr. 140b. 2. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6. τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 2. Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243.b two adjs.ξανθαῖσι καὶ παμπορφύροις ἀκτῖσι βεβρεγμένος O. 6.55
πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ O. 9.28
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς O. 9.94
[ ἀκρόσοφον δὲ καὶ αἰχματὰν (v. l. τε καὶ) O. 11.19]κλυτὰν καὶ ὀνυμαστάν P. 1.38
πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας χθονὸς P. 9.7
εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς P. 10.22
γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101
ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστερος Pae. 4.27
esp., two numerals,πρώτοις καὶ τερτάτοις O. 8.46
ἑβδόμᾳ καὶ σὺν δεκάτᾳ γενεᾷ P. 4.10
τεσσαράκοντα καὶὀκτὼ παρθένοισι P. 9.113
τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135.c two participles.ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς O. 5.24
ἀποπέμπων καὶ ἐποψόμενος O. 8.52
δεξάμενον καὶ δαίσαντα N. 1.71
θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη καὶ γᾶν ἐπιεσσόμενος N. 11.16
cf. O. 6.20d two infinitives. “ μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν” P. 4.166 “ χέρα οἱ προσενεγκεῖν ἦρα καὶ ἐκ λεχέων κεῖραι μελιαδέα ποίαν;” P. 9.37.ἐπαινεῖσθαι χρεών, καὶ μελιζέμεν N. 11.18
κελαδῆσαι καὶ προσειπεῖν I. 1.55
e two pronouns. “ ἐμὲ καὶ σὲ” P. 4.141ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων P. 5.55
εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21
f two adverbs.πολὺ καὶ πολλᾷ O. 8.23
3 in enumeration.a A καὶ B καὶ C ( καί...)λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν καὶ Ἀμαζόνας εὐίππους καὶ ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47
νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμότεραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον O. 8.69
πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον O. 13.62
γυναικεῖον στρατὸν καὶ Χίμαιραν καὶ Σολύμους ἔπεφνεν O. 13.90
Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε καὶ Μέροπας καὶ τὸν μέγαν Ἀλκυονῆ N. 4.25
—7.χαλκὸν ὅν τε Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες καὶ Λύκαιον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ N. 10.47
—8.ἐξικέσθαν καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως καὶ πάθον N. 10.64
ἐπῇεν καὶ ἔστα καὶ μυχοὺς διζάσατο fr. 51a. 3. τὸ δ' οἴκοθεν ἄστυ κα[ὶ ] καὶ συγγένεἰ Πα.. 32. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ χρυσοκάρποισιν βέβριθε λτ;δενδρέοιςγτ; καὶ τοὶ μὲν Θρ.. 3. ἔνθα βουλαὶ γερόντων καὶ νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί, καὶ χοροὶ καὶ Μοῖσα καὶ Ἀγλαία fr. 199.b A καὶ B C τε ( καί...)Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων, Φοῖβε, Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων P. 1.39
καὶ σοφοὶ καὶ χερσὶ βιαταὶ περίγλωσσοί τ' ἔφυν P. 1.42
Ἰόλαον καὶ Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες P. 11.61
ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον N. 11.12
τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ I. 1.18
πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.99
—100.4 καί καί, both — andκαὶ ποτ' ἀστῶν καὶ ποτὶ ξείνων O. 7.90
καὶ ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον καὶ ναὸς ὑποπτέρου O. 9.23
καὶ λογίοις καὶ ἀοιδοῖς P. 1.94
“ ἀλλὰ καὶ σκᾶπτον μόναρχον καὶ θρόνος” P. 4.152κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.53
καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ I. 1.7
καὶ πάγκαρπον ἐπὶ χθόνα καὶ διὰ πόντον βέβακεν ἐργμάτων ἀκτὶς I. 1.41
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ κέλευθοι καὶ πέραν Νείλοιο παγᾶν καὶ δἰ Ὑπερβορέους I. 6.23
εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1. with irregular coordination,καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν O. 13.83
καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον (sc. ἐκράτησε) N. 10.26 in comparison,πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67
5 with intensifying force.οὔτε δύσηρις ἐὼν οὔτ' ὦν φιλόνικος ἄγαν, καὶ μέγαν ὅρκον ὀμόσσαις, τοῦτό γέ οἱ μαρτυρήσω O. 6.20
τέκεν γόνον ὑπερφίαλον μόνα καὶ μόνον P. 2.43
“τοῦτον ἄεθλον ἑκὼν τέλεσον· καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” conditional parataxis P. 4.1656 v. E infra for exx. of καὶ irregularly placed. B copulative, combined with τε, where τε is superfluous.1Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις O. 1.18
τρεῖς τε καὶ δέκ' ἄνδρας O. 1.79
ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν O. 2.16
εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων O. 2.34
πλοῦτόν τε καὶ χάριν ἄγων O. 2.10
τῶν τε καὶ τῶν καιρὸν O. 2.53
Πηλεύς τε καὶ Κάδμος O. 2.78
ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ διφρηλασίας O. 3.37
αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους O. 6.14
Συρακοσσᾶν τε καὶ Ὀρτυγίας O. 6.93
Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55
μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις O. 7.80
αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.65
τά λτ;τεγτ; τερπνὰ καὶ τὰ γλυκέα (supp. Hermann, met. gr.: om. codd., Schr.) O. 14.5γᾶν τε καὶ πόντον κατ' ἀμαιμάκετον P. 1.14
κτεάτεσσί τε καὶ περὶ τιμᾷ P. 2.59
“ παῖδες ὑπερθύμων τε φωτῶν καὶ θεῶν” P. 4.13 “ Κρηθεῖ τε μάτηρ καὶ Σαλμωνεῖ” P. 4.142ἀνέρες ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174
θεός τέ οἱ τὸ νῦν τε πρόφρων τελεῖ δύνασιν καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117
βουλᾶν τε καὶ πολέμων P. 8.3
ἔρξαι τε καὶ παθεῖν ὁμῶς P. 8.6
λύρᾳ τε καὶ φθέγματι μαλθακῷ P. 8.31
πολλάν τε καὶ ἡσύχιον εἰρήναν P. 9.22
“ ἔν τε θεοῖς κἀνθρώποις” P. 9.40τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει P. 11.45
τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες N. 1.30
εὖ τε παθεῖν καὶ ἀκοῦσαι N. 1.32
λῆμά τε καὶ δύναμιν N. 1.57
Ἄρτεμίς τε καὶ θρασεἶ Ἀθάνα N. 3.50
Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος καὶ λιπαρῶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν N. 4.18
Οἰνώνᾳ τε καὶ Κύπρῳ N. 4.46
εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν N. 5.9
ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας N. 6.48
σέ τ' καὶ Πολυτιμίδαν N. 6.62
χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66
φίλιπποί τ' αὐτόθι καὶ κτεάνων ψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32
γνώτ' ἀείδω θεῷ τε καὶ ὅστις ἁμιλλᾶται N. 10.31
Χαρίτεσσί τε καὶ σὺν Τυνδαρίδαις N. 10.38
Κορίνθου τ' ἐν μυχοῖς, καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις (loc. susp.) N. 10.42θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον N. 10.83
ῥεέθροισί τε Δίρκας ἔφανεν καὶ παρ' Εὐρώτᾳ πέλας I. 1.29
κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων I. 2.11
τῶν τε γὰρ καὶ τῶν διδοῖ I. 4.51
γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55
Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει I.5. 52.δαπάνᾳ τε χαρεὶς καὶ πόνῳ I. 6.10
ἀγλαοὶ παῖδές τε καὶ μάτρως I. 6.62
Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ I. 9.2
ὁ δ' ἐθέλων τε καὶ δυνάμενος fr. 2. 1. γᾶν τε καὶ θάλασσαν fr. 51a. 2.γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον Pae. 2.25
τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον Pae. 2.51
Χαρίτεσσίν τε καὶ Ἀφροδίτᾳ Pae. 6.4
ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132
μαντευμάτων τε θεσπεσίων δοτῆρα καὶ τελεσσιε[πῆ] θεοῦ ἄδυτον Pae. 7.2
σέ τε καὶ ῥαδ[ Πα. 7. d. 2.τά τ' ἐόντα τε κα[ὶ ] πρόσθεν γεγενημένα Pae. 8.83
ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν (Blass: πτανὸν ἀνδράσι codd. Dion. Hal.)Πα... Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.17
τ]ριπόδεσσί τε καὶ θυσίαις fr. 59. 11. πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον Δ. 2. 2. βαθύζωνόν τε Λατὼ καὶ θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 2. Πειθώ τ' ἔναιεν καὶ Χάρις fr. 123. 14. Ἀπόλλωνί τε καὶ[ fr. 140b. 10. ] ραί τε καὶ υ[ fr. 215. 9. τόλμα τέ μιν ζαμενὴς καὶ σύνεσις fr. 231. emphasised, both — and, ξένον μή τιν' ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἅμα καὶ δύναμιν κυριώτερον ( ἀλλὰ coni. Hermann) O. 1.104ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι O. 6.17
ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.42
once joining finite verbs,ἔν τ' ἀέθλοισι θίγον πλείστων ἀγώνων, καὶ τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον I. 1.19
—20. irregularly coordinated,ἄγοντι δέ με νῖκαι, ὦ Μεγάκλεες, ὑμαί τε καὶ προγόνων P. 7.18
συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἶμ' ἀπὸ Σπάρτας καὶ παῤ Ἰσμηνοῦ ῥοᾶν κεκραμένον ἐκ Μελανίπποιο μάτρωος N. 11.33
—6.οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς καὶ λιθίνοις ὁπότ' ἐν δίσκοις ἵεν I. 1.24
—5.ζώων τ' ἀπὸ καὶ θάνων I. 7.30
Κλεάνδρῳ τις ἀνεγειρέτω κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νίκας ἄποινα, καὶ Νεμέᾳ ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξεῦρε I. 8.4
[ἀνατεί τε] καὶ ἀπριάτας ἔλασεν (H. J. Mette: ἀναιρεῖται καὶ codd. Aristidis contra metr.) fr. 169. 8. explicative / appositional, ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι, φυγόξεινον στρατὸν μήδ' ἀπείρατον καλῶν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν ἀφίξεσθαι ( δὲ καὶ v. l.) O. 11.19 Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 2. cf. P. 9.452 in enumeration.a A τε καὶ B Cτε φόρμιγγά τε ποικιλόγαρυν καὶ βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν O. 3.8
“ μῆλά τε γάρ τοι ἐγὼ καὶ βοῶν ξανθὰς ἀγέλας ἀφίημ' ἀγρούς τε πάντας” P. 4.148ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.101
—2.ἀλλά με Πυθώ τε καὶ τὸ Πελινναῖον ἀπύει Ἀλεύα τε παῖδες P. 10.4
ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε N. 3.60
—1.τό μοι θέμεν Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ Τιμασάρχου τε πάλᾳ ὕμνου προκώμιον εἴη N. 4.9
Οὐλυμπίᾳ τε καὶ Ἰσθμοῖ Νεμέᾳ τε N. 4.75
κεῖνοι γάρ τ' ἄνοσοι καὶ ἀγήραοι πόνων τ ἄπειροι fr. 143.b A τε καὶ B καὶ C ( καὶ...) “ὅσσα τε χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀναπέμπει, χὠπόσαι ψάμαθοι κλονέονται χὤ τι μέλλει, χὠπόθεν ἔσσεται, εὖ καθορᾷς” P. 9.45 ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισιν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον fr. 124. 3. ἄστρα τε καὶ ποταμοὶ καὶ κύματα πόντου fr. 136.c μέν τε καί, v.μέν τε O. 4.14
C emphatic, non-copulative, v. also D. 1. infra.1 καί means even.καὶ ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι O. 1.31
ἴδε καὶ κείναν χθόνα O. 3.31
[ θαμὰ καὶ ( θαμάκι v. l.) O. 4.27]ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16
ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.25
αἱ δὲ φρενῶν ταραχαὶ παρέπλαγξαν καὶ σοφόν O. 7.31
τεθμὸς δέ τις ἀθανάτων καὶ τάνδ' ἁλιερκέα χώραν παντοδαποῖσιν ὑπέστασε ξένοις O. 8.25
τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15
δάμασε καὶ κείνους. (Boeckh: κἀκείνους codd.) O. 10.30 ἤτοι καὶ τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12. 13.ἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας O. 13.84
σὺν δὲ κείνῳ καί ποτ' Ἀμαζονίδων βάλλων γυναικεῖον στρατὸν O. 13.87
σὺν δ' ἀνάγκᾳ μιν φίλον καί τις ἐὼν μεγαλάνωρ ἔσανεν P. 1.52
εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει P. 1.87
ἀλλὰ κέρδει καὶ σοφία δέδεται P. 3.54
ἔτραπεν καὶ κεῖνον (Boeckh: κἀκεῖνον codd.) P. 3.55ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186
καὶ φθινόκαρπος ἐοῖσα διδοῖ ψᾶφον P. 4.265
ῥᾴδιον μὲν γὰρ πόλιν δεῖσαι καὶ ἀφαυροτέροις P. 4.272
αὔξεται καὶ Μοῖσα δἰ ἀγγελίας ὀρθᾶς P. 4.279
κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον P. 5.57
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν ἔννεπεν P. 9.95
ἔτι καὶ μᾶλλον P. 10.57
ἔμπα καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ (Christ: καίπερ codd.) N. 4.36κεῖνος καὶ Τελαμῶνος δάψεν υἱὸν N. 8.23
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν where καί emphasizesκάματον N. 8.50
ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι, καὶ πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
ἐν γὰρ δαιμονίοισι φόβοις φεύγοντι καὶ παῖδες θεῶν N. 9.27
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει μοῖρα N. 11.42
τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.2
ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων I. 4.31
ἰατὰ δ' ἐστὶ βροτοῖς σύν γ ἐλευθερίᾳ καὶ τά I. 8.15
ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.60
ἤτοι καὶ ἐγὼ σκόπελον ναίων Pae. 4.21
εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει, ἄνιππός εἰμι though Pae. 4.252 where καί means also.ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28
Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει O. 2.37
ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος O. 7.45
Ἐρατιδᾶν τοι σὺν χαρίτεσσιν ἔχει θαλίας καὶ πόλις O. 7.94
ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν (v. l. ἐν καὶ: κἀν Mosch.) P. 1.35Μοῖσα, καὶ πὰρ Δεινομένει κελαδῆσαι πίθεό μοι P. 1.58
ποτὶ καὶ τὸν ἵκοντ P. 2.36
ὅθεν φαμὶ καὶ δὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν P. 2.64
σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13
ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος P. 6.28
ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102
ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν P. 10.15
ἕποιτο μοῖρα καὶ ὑστέραισιν ἐν ἁμέραις P. 10.17
ῥέζοντά τι καὶ παθεῖν ἔοικεν N. 4.32
σὺν δὲ τὶν καὶ παῖς ὁ Θεαρίωνος ἀρετᾷ κλιθεὶς εὔδοξος ἀείδεται N. 7.7
ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32
“καὶ ἐμοὶ θάνατον σὺν τῷδ' ἐπίτειλον, ἄναξ” N. 10.77ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40
ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
ἔτι καὶ Πυθῶθεν I. 1.65
κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.44
ἐν δ' ἐρατεινῷ μέλιτι καὶ τοιαίδε τιμαὶ καλλίνικον χάρμ ἀγαπάζοντι I. 5.54
πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.51
ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν sc. as well as to men I. 8.59ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος I. 8.65
θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς καὶ χάριν ἀοιδᾷ φυτεύει fr. 141.3 emphatic, where neither of the two previous meanings seems applicable.a emphasizing subs., adj.καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις O. 1.28
σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.2
φαντὶ γὰρ ξύν' ἀλέγειν καὶ γάμον Θέτιος ἄνακτας (others interpr. καὶ as copulative) I. 8.47ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί I. 8.26
ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις (supp. Housman) Δ. 2. 22. esp. subs. prop.,ἦλθε καὶ Γανυμήδης O. 1.44
ἀνταγόρευσεν καὶ Πελίας P. 4.156
ἔγνον ποτὲ καὶ Ἰόλαον P. 9.79
λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17
αἰνέω καὶ Πυθέαν I. 5.59
κώμαζ' ἔπειτεν ἁδυμελεῖ σὺν ὕμνῳ καὶ Στρεψιάδᾳ I. 7.21
other exx. under c. α. infra.b preceding demonstrative.εἶπεν καὶ τόδε P. 4.86
καὶτόδε συνθέμενος ῥῆμα P. 4.277
ἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.44
I relative.Ἄργει δ' ὅσσα καὶ ἐν Θήβαις O. 13.107
θεός, ὃ καὶ πτερόεντ' αἰετὸν κίχε P. 2.50
οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20
οἵτε καὶ P. 3.89
ἔνθα καὶ P. 4.253
ὃ καὶ P. 5.63
[ τῷ καὶ (codd.: καὶ del. Pauw.) P. 5.69]ἀλλ' ἔσται χρόνος οὗτος, ὃ καί τιν ἀελπτίᾳ βαλὼν ἔμπαλιν γνώμας P. 12.31
ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι N. 2.1
ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε N. 3.34
τᾷ καὶ Δαναοὶ πόνησαν N. 7.36
οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ἀμφεπόλησαν N. 8.6
ὅσπερ καὶ Κινύραν ἔβρισε πλούτῳ N. 8.18
πατρίδι ἐν ᾇ καὶ τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα I. 1.12
ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἀνέγνον I. 2.23
ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον I. 5.35
ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε I. 8.23
ὃ καὶ Μύσιον ἀμπελόεν αἵμαξε πεδίον I. 8.49
ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34.II demonstrative.τὸ καὶ ἀνδρὶ πάρεστι Συρακοσίῳ O. 6.17
τὸ καὶ κατεφάμιξεν O. 6.56
τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν I. 8.5
τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61
cf. I. 8.26d with temporal adv.τότε καὶ φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας O. 7.39
καὶ τότε γνοὺς P. 3.31
μετὰ καὶ νῦν P. 4.64
cf. I. 8.61καὶ νῦν N. 5.43
[ καὶ νῦν (v. l. καί νυν) N. 6.8] ἐνῆκεν καὶ ἔπειτ[ Παρθ. 2.. καὶ τότ' ἐγὼ fr. 168. 4. v. also νῦνe emphasizing prepositional phrases, cf. E infra.ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.47
“εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” P. 9.50πλεῖστα νικάσαντά δε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8
οἶαν Βρομίου [τελε]τὰν καὶ παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.f with dependent infinitive phrase.γλυκεῖα δὲ φρὴν καὶ συμπόταισιν ὁμιλεῖν P. 6.53
πράσσει χρέος, αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων P. 9.105
ἐγὼ δ' ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (sc. εὔχομαι) N. 8.384 in comparisons.aὡς εἰ καί, ὥτε καί. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτόν ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.7
ἀλλ' ὥτε παῖς, καὶ ὅταν O. 10.91
bοὕτω καί. ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί P. 8.93
καὶ θνατὸν οὕτως ἔθνος ἄγει N. 11.42
cοἷος καί. ἤρατο τῶν ἀπεόντων· οἶα καὶ πολλοὶ πάθον P. 3.20
τῶν ἀρειόνων ἐρώτων. οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν N. 8.6
d ἐπεὶ ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν, καὶ κεῖνος ὅσα χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν, τίς ἂν φράσαι δύναιτο; O. 2.99ὅθεν περ καὶ Ὁμηρίδαι ῥαπτῶν ἐπέων τὰ πόλλ' ἀοιδοὶ ἄρχονται, καὶ ὅδ ἀνὴρ N. 2.3
, cf. P. 10.67 D in combination with other particles.1 δὲ καίa where καί means evenφύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαί P. 4.25
κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας P. 1.12
βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ P. 8.15
θανόντων δὲ καὶ φίλοι προδόται (Bergk: λόγοι φίλοι codd.) fr. 160.b where καί means alsoἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ O. 1.14
δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει O. 7.53
ἔστι δὲ καί τι θανόντεσσιν μέρος O. 8.77
οἱ δ' Ἀρκάδες, οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68
ἄλλαι δὲ δὔ χάρμαι, τὰ δὲ καὶ Νεμέας κατὰ κόλπον O. 9.87
τὰ δὲ καί ποτ' ἐν ἀλκᾷ O. 13.55
τέρας μὲν θαυμάσιον προσιδέσθαι, θαῦμα δὲ καὶ παρεόντων ἀκοῦσαι P. 1.26
μάκαρ δὲ καὶ νῦν P. 5.20
τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω, ῥαίνω δὲ καὶ ὕμνῳ bis. P. 8.56—7.πολλοὶ ἀριστῆες, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.
108.ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών N. 3.74
πρόφρων δὲ καὶ κείνοις ἄειδ' ἐν Παλίῳ Μοισᾶν ὁ κάλλιστος χορός N. 5.22
ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων N. 10.20
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι N. 10.25
τρὶς μὲν τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ N. 10.28
ἐν Ἰσθμῷ Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν I. 5.18
μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71
αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.32
κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1
διαγινώσκομαι μὲν γινώσκομαι δὲ καὶ μοῖσαν παρέχων ἅλις Pae. 4.23
μνάσει δὲ καί τινα Pae. 14.35
τέρπεται δὲ καί τις ἐπ' οἶδμ ἅλιον ναὶ θοᾷ διαστείβων fr. 221. 4. N. B. anaphora O. 9.68, P. 9.108, N. 10.28, I. 6.71, I. 7.32, I. 9.1c where καί is generally emphatic. τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (= αὖ, Gr. Part., 305 P. 6.44 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα and two are the victories that M. has I. 3.9 ἐν δ' ἄρα καὶ Τενέδῳ Πειθώ τ ἔναιεν ( précisement van Groningen) fr. 123. 13. σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. where δὲ is separated fromκαί; εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι N. 7.89
2 combined with particles other particles than δέ. a. καί ῥα v. ῥα. b. καί νυν v. νυν. c. καὶ γάρ v. γάρ. d. καὶ μάν v. μά ν. e. καίτοι v. τοι f. καίπερ v. καίπερ [g. καί τε is not a genuine combination of particles, in spite of apparent exx. I. 2.19 coni., I. 2.23, I. 4.25—6, I. 7.32—3.] E position of καί: 1. the position of emphatic καὶ is sometimes between prep. and subs., cf. C. 3. e supra:ἐν καὶ θαλάσσᾳ O. 2.28
ἐπὶ καὶ θανάτῳ P. 4.186
ἐν Ὀλυμπίοισί τε καὶ βαθυκόλπου Γᾶς ἀέθλοις ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102
ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. cf. fr. 123. 13. This usage is irregularly applied to copulative καί:ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26
θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις (Tricl.: ἔν τε, ἔν τε καὶ codd.) P. 10.58 πέσε δ (sc. κῦμ' Ἀίδα)ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα N. 7.31
ζώων τ' ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30
2 irregular position of καί. dub. exx.a copulative. ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν / καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καί coni. Ahlwardt: τε codd.: ὀξ. σχ. καὶ δειν. coni. Wil.) N. 4.64 [ καὶ coni. Ahlwardt, τ codd. P. 10.69]b emphatic. δελφῖνι καὶ τάχος δἰ ἅλμας ἶσον κ' εἴποιμι Μελησίαν (Schr. e Σ: κεν codd.: κ add. Wil., om. codd: “nicht ein umgestelltes “und” sondern “auch” wie die Σ auch verstehen.” Wil.) N. 6.64 F in crasis.κἀσόφοις O. 3.45
κἀγοραὶ O. 12.5
χὠπόταν χὤταν P. 2.87
—8.κοὔ P. 4.151
τε κἀγαθῷ P. 8.100
κἀνθρώποις P. 9.40
χὠπόσαι χὤ τι χὠπόθεν P. 9.46
—8. καἴπερ (coni. Christ: καίπερ codd.) N. 4.36 κἀν (Boeckh: κεἰν, κἠν codd.) I. 4.25 εἰρήσεταί που κἀν βραχίστοις (Heyne: που κἐν, πα κ' ἐν codd.) I. 6.59 κεἴ fr. 4. κἀγχερριθ[ Πα. 22. i. 3. G fragg.καὶ θυόε[ντα Pae. 3.8
]καί ποτε[ Pae. 6.73
]σεκαι[ Πα. 7B. 2. ]καὶ χ[ Pae. 10.2
]καὶ χρυσο[ Pae. 10.10
καὶ τα[Πα. 13d. 8. ]τε καὶ ἁνίκα ναύλοχοι[ Pae. 18.9
]καί νιν ορει[ Πα. 22a. 1. ]αμα καὶ στρατιὰ[ Δ. 3. 11. ]τηρκαιε[ Δ. 4. d. 3. καὶ λιπαρῷ fr. 204. ] σκαιλυ[ fr. 215b. col. 2. 4. -
10 μέν
μέν, eigentlich = μήν, doch hat sich mit dem Vokal der Sinn abgeschwächt (wie zwar aus ze vâre). Am stärksten hat sich die Bejahung und Bekräftigung in der Betheuerungsformel ἦ μέν erhalten, welche im Homer sich in denselben Verbindungen, wie ἦ μήν findet, wie Her. 5, 93. 6, 74; auch μὴ μέν, 2, 118, vgl. 3, 99 u. sonst, wie Od. 4, 253; auch γε μέν für γε μήν scheint Her. 7, 152. 234 richtig; οὐ μέν, Od. 1, 392, oft; so auch οὐδὲ μὲν οὐδ' οἳ ἄναρχοι ἔσαν, Il. 2, 703; u. noch bei den Attikern ist diese Bedeutung dochzu erkennen in οὐ μὲν δὴ αὖ οὐδ' ἀπαλλαγῆναι τοῦ μέλλειν, jedoch auch nicht, Plat. Theaet. 148 e; οὐ μὲν δὴ οὐδὲ ταῦτ' ἄν τις εἴποι, doch auch dies nun nicht möchte Einer sagen, Xen. An. 1, 9, 13, so an das Vorige anknüpfend, daß das Folgende mit Nachdruck hervorgehoben wird, wie mit vero; vgl. noch οὐ μὲν δὴ αὐτοῠ γε μένειν οἷόντε 2, 2, 3, τοιούτων μέν ἐστε προγόνων. οὐ μὲν δὴ τοῦτό γε ἐρῶ, das jedoch nun will ich wahrlich nicht sagen, Xen. An. 3, 2, 14. Auch καὶ μὲν δή, Plat. Polit. 287 d Crat. 369 d, und nachdrücklicher, καὶ μὲν δή, ὦ Σώκρατες, σκληρούς γε λέγεις ἀνϑρώπους, da sprichst du ja wahrlich von –, Theaet. 155 e; Conv. 197; vgl. auch μὲν οὖν u. μέν τοι unten. – Am verbreitetsten ist der Gebrauch, durch μέν einen Begriff mit größerem oder geringerem Nachdruck hervorzuheben und ihn durch dies Hervorheben von andern zu unterscheiden, die ihm dann gew. mit δέ entgegengesetzt werden; in manchen Fällen, bes. wenn der Gegensatz eine Verneinung ausdrücklich enthält oder doch in sich schließt, entspricht hier das deutsche zwar, zuweilen erstens, dann, wodurch eine andere Anordnung der Begriffe ausgedrückt wird, häufig aber ist es nur durch die Stellung und durch den Ton, den man auf das hervorzuhebende Wort legt, auszudrücken. Besonders bei Aufzählung der Theile eines Ganzen, mehrerer Subjecte, die gleiches Prädicat haben, oder mehrerer Prädicate, die auf ein Subject bezogen werden, pflegen wir μέν nicht zu übersetzen. Beispiele dafür finden sich von Hom. an überall und brauchen nicht angeführt zu werden. Hier sei nur bemerkt, – a) daß μέν gewöhnlich zwar dem Worte, welches hervorgehoben u. entgegengesetzt werden soll, nachsteht, zuweilen aber auch voransteht, da man es theils gern in die zweite Stelle setzt, theils mehr den ganzen Gedanken als das einzelne Wort im Auge hat; so in dem häufigen οἱ μὲν ἄλλοι u. regelmäßig bei Präpositionen u. dem Artikel, ἀμφὶ μὲν τούτοισιν, Soph. Ai. 669, τὸ μὲν εὖ, Phil. 1125, u. so immer; ἐν μὲν τοῖς συμφωνοῦμεν, ἐν δὲ τοῖς οὔ, Plat. Phaedr. 263 h; Theaet. 167 e; πρὸς μὲν μεσημβρίαν, Xen. An. 1, 7, 6; Τισσαφέρνην μὲν πρῶτον, ἔπειτα δὲ βασιλέα, Thuc. 8, 48; vgl. Xen. An. 1, 9, 5. – Noch mehr Abweichungen ergeben sich, wenn man auf den Zusammenhang von μέν und δέ achtet, wo häufig die lebhaftere, nur den Sinn im Auge habende Darstellung der Griechen die regelmäßige Form verläßt, z. B. ὅςτις παϑὼν μέν, ἀντέδρων· νῦν δὲ οὐδὲν εἰδὼς ἱκόμην, Soph. O. C. 272, wo man etwa δρῶν δέ erwartet; ἄνδρα σοὶ μὲν ἔμπολιν οὐκ ὄντα, συγγενῆ δέ, 1158; τὴν νύκτα μὲν δήσετε, τὴν δὲ ἡμέραν ἀφήσετε, Xen. An. 5, 8, 24; οἱ μὲν ἄλλοι βάρβαροι· ἦν δὲ αὐτῶν Φαλῖνος εἷς Ἕλλην, 2, 1, 7; ὁ δ' ἰέναι μὲν οὐκ ἤϑελε, λάϑρα δὲ τῶν στρατιωτῶν πέμπων αὐτῷ ἄγγελον ἔλεγε ϑαῤῥεῖν, 1, 3, 8; vgl. noch καλῶς σὺ μὲν τοῖς, τοῖς δ' ἐγὼ 'δόκουν φρονεῖν, Soph. Ant. 553; auffallender ἥδε γὰρ γυνὴ δούλη μέν, εἴρηκεν δ' ἐλεύϑερον λόγον, Trach. 63, wo man im ersten Satzgliede ἐστίν ergänzen muß; μόλις μέν, καρδίας δ' ἐξίσταμαι τὸ δρᾶν, Ant. 1092; Thuc. behandelt auch diese Verbindung sehr frei u. verbindet z. B. 1, 67 Αἰγινῆται φανερῶς μὲν οὐ πρεσβευόμενοι, κρύφα δὲ οὐχ ἣκιστα ἐνῆγον τὸν πόλεμον, wo das particip. πρεσβευόμενοι als Erkl. zu φανερῶς hinzugesetzt ist u. der Sinn ist: obwohl sie nicht öffentlich Gesandte schickten, so schürten sie doch heimlich ganz besonders den Krieg an; vgl. Buttm. zu Dem. Mid. p. 149, der noch Plat. Crit. 44 b anführt. – b) die mit μέν u. δέ zu einander in Beziehung gesetzten Sätze sind oft durch Zwischensätze weit von einander getrennt, selten in der einfacheren Satzverbindung des Hom. u. Her., doch entspricht dem μέν in Il. 2, 494 erst in v. 511 das δέ; häufiger bei den Attikern, vgl. Thuc. 1, 36 u. 43, τοιαῦτα μὲν οἱ Κερκυραῖοι εἶπον – τοιαῦτα δὲ καὶ οἱ Κορίνϑιοι; vgl. 1, 85 u. 87, 1, 88 u. 90, 2, 88 u. 90, 3, 41 u. 90, 3, 60 u. 68, 6, 81 u. 88; Soph. Trach. 6–36; Xen. An. 1, 9, 7 u. 17. – c) auch dasselbe Wort wird vor μέν u. δέ mit Nachdruck wiederholt, eine Anaphora bildend, περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν, περὶ δ' ἐστὲ μάχεσϑαι, Il. 1, 258, vgl. 21, 464; Hes. Th. 656; häufig bei den Tragg. zur nachdrücklichen Hervorhebung des in beiden Satzgliedern vorkommenden Wortes, ϑεοῦ μὲν εὐνήτειρα Περσῶν, ϑεοῦ δὲ καὶ μήτηρ ἔφυς Aesch. Pers. 153, σέβομαι μὲν προςιδέσϑαι· σέβομαι δ' ἀντία λέξαι 680, vgl. Ag. 199 Spt. 894 u. sonst; ähnlich ist τέρας μὲν ϑαυμάσιον προςιδέσϑαι, ϑαῦμα δὲ καὶ παριόντων ἀκοῦσαι, Pind. P. 1, 26; dies καί tritt selten hinzu, πλουτεῖ μὲν ὄντων φίλων πολλῶν, πλουτεῖ δὲ καὶ ἄλλων βουλομένων γενέσϑαι, Xen. An. 7, 7, 42; ὁρᾶτε μὲν τὴν βασιλέως ἐπιορκίαν· ὁρᾶτε δὲ τὴν Τισσαφέρνους ἀπιστίαν, 3, 2, 4; öfter bei πᾶς, πολύς u. ähnlichen. – Die geläufigsten Verbindungen dieser Art sind οἱ μὲν – οἱ δέ, die Einen – die Anderen, τὰ μὲν – τὰ δέ, theils – theils, ἐνίοτε μὲν – ἐνίοτε δέ, ἔστι μὲν – ἔστι δέ, bald – bald, u. ähnl. – d) μέν findet sich auch in einem Satzgliede zweimal, διὰ μέν γε τῆς Σκυϑικῆς πέντε μέν, Her. 4, 48, vgl. 6, 101 (Il. 23, 311, τῶν δ' ἵπποι μὲν ἔασιν ἀφάρτεροι, οὐδὲ μὲν αὐτοὶ πλείονα ἴσασι, gehört nicht hierher, das zweite μέν ist hier das oben erwähnte für μήν stehende); Ἐτεοκλέα μὲν – οὕτω μὲν ἀμφὶ τοῠδ' ἐπέσταλται λέγειν, τούτου δέ, Aesch. Spt. 998; εἰ μὲν οὖν ἡμεῖς μὲν φύλακας ὡς ἀληϑῶς ποιοῦμεν, Plat. Rep. III, 421 a, womit das unten Gesagte zu vergleichen; und bes. in attischer Prosa, wenn zwei mit μέν u. δέ verbundene Sätze wieder jeder in Vorder- und Nachsatz zerfallen, ὁπόσοι μὲν μαστεύουσι ζῆν ἐκ παντὸς τρόπου ἐν τοῖς πολεμικοῖς, οὗτοι μὲν κακῶς ἀποϑνήσκουσιν· ὁπόσοι δέ –, Xen. An. 3, 1, 43, vgl. 5, 7, 6; οἷς μὲν γὰρ περὶ τῶν μεγίστων συμβούλοις χρώμεϑα, τούτους μὲν οὐκ ἀξιοῠμεν στρατηγοὺς χειροτονεῖν· οἷς δ' οὐδεὶς ἂν – συμβουλεύσαιτο, τούτους δ' αὐτοκράτορας ἐκπέμπομεν, Isocr. 8, 55; εἰ μέν τις μεγάλοις νοσήμασι συνεχόμενος μὴ ἀπεπνίγη, οὗτος μὲν ἄϑλιός ἐστιν ὅτι οὐκ ἀπέϑανεν· εἰ δέ τις ἐν τῇ ψυχῇ πολλὰ νοσήματα ἔχει, τούτῳ δὲ βιωτέον ἐστίν, Plat. Gorg. 512 a, wie auch Her. 2, 42 ὅσοι μὲν δὴ Διὸς Θηβαιέος ἵδρυνται ἱρόν, οὗτοι μέν νυν πάντες ὀΐων ἀπεχόμενοι αἶγας ϑύουσιν, ὅσοι δὲ τοῠ Μενδῆτος ἔκτηνται, οὗτοι δὲ αἰγῶν ἀπεχόμενοι ὄϊς ϑύουσι, u. öfter; vgl. Werfer zu Her. 2, 39 u. Buttmann zu Dem. Mid. p. 153, wo noch mehr Beispiele aus Plat. u. Xen. beigebracht, auch Fälle aufgeführt sind, wo das zweite μέν fehlt, aber zweimal δέ steht. – Statt der Partikel δέ entsprechen aber auch andere dem voranstehenden μέν, zum Theil noch nachdrücklicher den Gegensatz hervorhebend; μὲν – ἀλλά, Il. 2, 703. 3, 214; Aesch. Pers. 172 Ch. 733; Soph. Phil. 969 Trach. 327; u. in Prosa, z. B. Xen. An. 1, 7, 17; auch ἀλλ' ὅμως, z. B. σμικρὰ μὲν τάδ' ἀλλ' ὅμως – δὸς αὐτῷ, Soph. El. 442, Phil. 1354, wie ὅμως δέ, 471. 1063; ἄ ρ α, Plat. Phaedr. 263 b; – ἀτάρ, Il. 6, 84. 124. 21, 40; Soph. O. R. 1051 Trach. 54; Her. 2, 175; Plat. Theaet. 172 c; Xen. Hell. 5, 4, 17; – αὐτάρ, u. αὐτὰρ ἔπειτα, Il. 1, 50. 9, 705. 15, 405; – αὖ, Il. 11, 108; – αὖτε, Il. 1, 234 Od. 22, 5; auch Attik., vgl. Herm. Vig. p. 782; αὖϑις, Soph. Ant. 167; – καί, Il. 1, 267; – auch μέντοι, ἔπειτα, εἶτα, Soph. Phil. 1329 El. 731 O. R. 647 u. A.; bes. noch πρῶτον μέν, wo eigentlich bei ἔπειτα ein δέ ausgelassen ist, φιλοσόφῳ μὲν ἔοικας, – ἴσϑι μέντοι, Xen. An. 2, 1, 13; – γε μέντοι, Soph. O. R. 777; τοίνυν, Xen. An. 5, 1, 6. – Auch τε, vgl. Spitzner exc. VIII. zur Il., der sowohl μέν τε – δέ τε Il. 23, 590 u. öfter in Vergleichungen nachweis't, als μέν τε – οὐδέ, αὐτάρ, ἀλλά, Il. 5, 131, u. sonst auch das einfache μέν τε – δέ. Im zweiten Satze entspricht τε nur durch eine Aenderung der Structur, ὡς ἐρξάτην πολλὰ μὲν πολίτας, ξένων τε πάντων στίχας, Aesch. Spt. 906, wo man erwarten sollte πολλὰ δέ –, die anreihende Verbindung der Satzglieder aber vorgezogen ist; vgl. Ch. 578; Soph. Phil. 1045; Eur. Tr. 48 Cycl. 42; Schäf. mel. p. 23. S. auch Thuc. 7, 2 u. Herm. zu Vig. p. 836. – Nicht selten steht aber μέν allein, ohne daß ein Satzglied mit δέ aus dem Zusammenhange zu ergänzen ist, und dient dann bes. die Pronomina nachdrücklich hervorzuheben, τὴν μὲν ἐγὼ σπουδῇ δάμνημ' ἐπέεσσι, Il. 5, 893, diese zwar bändige ich schwer mit Worten, worin liegt »aber andere leicht«; σοὶ μὲν ἡμεῖς πανταχῆ δρῶντες φίλοι, dir wenigstens, wenn auch nicht den Andern, sind wir doch, wie wir auch handeln mögen, theuer, Soph. Ant. 634; ὡς μὲν λέγουσιν, Eur. Or. 8, wie sie sagen, ob's wahr ist, weiß ich nicht; ἐγὼ μὲν τοῦτον εἶναι τὸν τῶν σοφῶν ἐπιστήμονα, Plat. Prot. 312 c, wie equidem, ich für meinen Theil, was Andere sagen, kümmert mich nicht; ὡς μὲν ἐγὼ οἶμαι, Phaedr. 228 b; ἐκεῖνος μὲν ξυγχωρεῖ, Theaet. 174 e; Xen. An. 3, 1, 19. 7, 5, 8 u. sonst oft; zuweilen ist der Grund der Auslassung des δέ eine Veränderung der Structur, die bes. durch längere Zwischensätze veranlaßt wird, wie bei πρῶτον μέν, vgl. Xen. An. 3, 2, 1. 5, 9, 5. – Ein nachdrückliches doch ist es alleinstehend in der Frage: Ἕλλην μέν ἐστι καὶ ἑλληνίζει, Plat. Men. 82 b, vgl. Charmid. 153 c u. das im Anfang Gesagte.
In Verbindungen mit andern Partikeln behalten diese ihre eigentliche Bedeutung, und μέν dient bes. zur nachdrücklicheren Hervorhebung des Wortes, bei dem es steht; μὲν ἄρα, demnach, also, Hom. auch μέν ῥα; – μὲν γάρ, oft bei Hom. u. Folgdn, das δέ fehlt danach, Il. 5, 901 Od. 1, 173; νῦν μὲν γάρ, Soph. O. R. 590 u. öfter; Plat. Gorg. 523 c; auch μὲν γὰρ δή, Il. 11, 825; Plat., wie μὲν γὰρ οὖν, μὲν γάρ που, u. μὲν γάρ τε, Il. 17, 727; – μέν γε, doch wenigstens, certe, Il. 1, 216; καὶ λέγεται μέν γέ τις λόγος, Plat. Conv. 205 d; Rep. III, 406 e; auch μέν γέ που, ib. VIII, 559 b; – μὲν δή, jedoch, doch nun, Il. 1, 514. 8, 238. 11, 138; also, demnach, recapitulirend u. die Hauptsache wiederholend, 3, 457. 11, 142 Od. 21, 207; auch den Uebergang zu etwas Neuem machend, vgl. Schäf. zu D. Hal. C. V. p. 101; μάλιστα μὲν δὴ τοῦ ϑανόντος ἱμείρω, Soph. Phil. 350; ἐκ μὲν δὴ πολέμων τῶν νῦν ϑέσϑε λησμοσύναν, Ant. 150; σχολὴ μὲν δή, Plat. Phaedr. 258 e; τοῦτο μὲν δὴ ὁμολογεῖται, Gorg. 470 b; ἀλλὰ μὲν δή – γε, Phaed. 75 a; καὶ μὲν δή, Polit. 287 d; μὲν δῆτα, Soph. Ant. 547; – μέν νυν, bes. ion. = μὲν οὖν, auch μενοῠν, in einem Wort, geschrieben, bei den Attikern sehr gewöhnlich, nun, also, oft mit großem Nachdruck, μάλιστα μὲν οὖν, πάνυ μὲν οὖν, in Antworten, allerdings, freilich, auch verbessernd das in der Frage Enthaltene, wie imo vero, nein vielmehr, vgl. Soph. O. R. 705 Phil. 1364; Plat. Gorg. 466 ae; σὺ μὲν οὖν ἀπόκριναι, du vielmehr, 470 b; ὡς ἄτοπον τὸ ἐνύπνιον – ἐναργὲς μὲν οὖν, Crit. 44 b; auch μὲν οὖν δή u. μὲν δὴ οὖν, ion. μὲν δὴ ὦν, Her. 4, 144; u. μενοῦνγε, im N. T., die Rede anfangend; vgl. Lob. zu Phryn. p. 342; – μέν που, doch wohl, Plat. u. A., εἰδέναι μέν που χρή, man muß freilich wissen, scilicet, nimirum; – μέντε, s. oben, auch allein, denn doch, στρεπταὶ μέν τε φρένες ἐσϑλῶν, die Herzen der Edlen sind denn doch zu wenden, Il. 15, 203, vgl. 2, 145. 13, 47; μέν τοι, att. als ein Wort geschrieben, μέντοι, freilich, allerdings, bes. nach Verneinungen, Il. 8, 294 Od. 7, 259. 24, 321; Hes. O. 285; u. bes. in Antworten nachdrücklich bejahend, noch durch νὴ Δία verstärkt, Plat. Phaed. 65 d 68 b u. Sp.; καὶ μέντοι, καὶ μέντοι καί; in der Frage, denn, doch, μνήμην οὐ λέγεις μέντοι τι; Plat. Theaet. 163 e, vgl. Phaedr. 263 d 261 c; auch eine Ausnahme, eine Einwendung wird dadurch gemacht, doch, bes. wenn ὅμως folgt, Plat. u. A.; auch μέντοι γε, Xen. An. 2, 4, 14; Plat.; u. ὅμως γε μέντοι, vgl. Lob. zu Phryn. 342; μέντοι που mildert den Begriff von μέντοι; – μὲν τοίνυν, = μὲν οὖν. – Oft entspricht es einem vorangehenden μέν, stärker als δέ, Thuc. 3, 62. 6, 9, Xen. Cyr. 2, 2, 2, Luc. Prom. 12.
-
11 ἀκούω
ἀκούω fut. ἀκούσω SibOr 4, 175; Mt 12:19; 13:14 (Is 6:9); J 5:25, 28; 10:16, ἀκούσομαι EpArist 5; Ac 3:22 (Dt 18:15); 28:28 (freq. w. vv.ll.); 1 aor. ἤκουσα; pf. ἀκήκοα; ptc. ἠκουκώς Hs 5, 4, 2. Pass.: fut. ἀκουσθήσομαι; 1 aor. ἠκούσθην; pf. 3 sg. ἤκουσται Dt 4:32 (Hom.+) ‘hear’, as a passive respondent to λέγω.① lit. to have or exercise the faculty of hearing, hearⓐ abs. τὰ ὦτα ἀκούουσιν Mt 13:16; κωφοὶ ἀ. 11:5; cp. Mk 7:37; Lk 7:22; τοῖς ὠσὶν βαρέως ἀ. be hard of hearing Mt 13:15 (Is 6:10); ἀκοῇ ἀ. Mt 13:14; Ac 28:26 (both Is 6:9). ἀκούοντες οὐκ ἀκούουσιν they hear and yet do not hear Mt 13:13 (s. Aeschyl., Prom. 448 κλύοντες οὐκ ἤκουον; Demosth. 25 [Against Aristogeiton 1], 89, citing the maxim ὁρῶντας μὴ ὁρᾶν καὶ ἀκούοντας μὴ ἀκούειν), cp. Mk 8:18 (Ezk 12:2) and s. 7 below. In the protasis of a challenge to hearers, by which their attention is drawn to a special difficulty: ὁ ἔχων ὦτα (οὖς) ἀκούειν ἀκουέτω, w. variations (Arrian, Ind. 5, 1 ὅστις ἐθέλει φράζειν …, φραζέτω) Mt 11:15 v.l.; 13:9 v.l., 43 v.l.; Mk 4:9, 23; 7:15 [16] v.l.; Lk 8:8; 14:35 (EBishop, BT 7, ’56, 38–40); Rv 2:7, 11, 17, 29; 3:6, 13, 22; 13:9. Cp. Ox 1081 verso, 6–8; s. 7 below for the restored text. For the sense of the impv. in these challenges also s. 7. S. οὖς 2.ⓑ w. obj. (on the syntax B-D-F §173; 416, 1; Rob. 506f; on the LXX s. Johannessohn, Kasus, 36; Helbing, Kasussyntax 150ff).α. foll. by a thing as obj. in acc. (Diod S 8, 32, 1 τὶ something) Mt 11:4; 13:17ff; Lk 7:22; 1J 1:1, 3. τὴν φωνήν (UPZ 77 I, 25) Mt 12:19; J 3:8; Ac 22:9 (but see 7 below); 1 Cl 39:3 (Job 4:16); (pass. Mt 2:18 [Jer 38:15]; Rv 18:22). τὸν λόγον Mt 13:20ff; J 5:24. τοὺς λόγους, τὰ ῥήματα Mt 10:14; J 8:47 s. 4 below; Ac 2:22. πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων Mt 24:6. τὴν βλασφημίαν 26:65. τὸν ἀσπασμόν Lk 1:41. ἄρρητα ῥήματα 2 Cor 12:4. τὸν ἀριθμόν Rv 9:16. τὴν ἀποκάλυψιν Hv 3, 12, 2. Pass. τὰ ἀκουσθέντα what has been heard i.e. the message Hb 2:1. ἠκούσθη ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς ἐκκλησίας … ἐν Ἰερουσαλήμ the report reached the ears of the church in Jerusalem Ac 11:22. Oft. the obj. is to be supplied fr. context Mt 13:17; Mk 4:15; J 6:60a; Ac 2:37; 8:30; 9:21; Ro 10:14. καθὼς ἀκούω = ἃ ἀ. J 5:30.β. τί τινος hear someth. fr. someone τὴν ἐπαγγελίαν, ἣν ἠκούσατέ μου the promise which you heard from me Ac 1:4. Still other constrs. occur, which are also poss. when the hearing is not directly fr. the mouth of the informant, but involves a report which one has received fr. the pers. in any way at all (s. below 3d). τὶ ἔκ τινος (Od. 15, 374; Hdt. 3, 62 ἐκ τοῦ κήρυκος) 2 Cor 12:6. τὶ παρά τινος (Soph., Oed. R. 7 παρʼ ἀγγέλων; Pla., Rep. 6, 506d; Demosth. 6, 26; Jer 30:8; Jos., Bell. 1, 529) J 8:26, 40 (τὴν ἀλήθειαν ἀ. as Diod S 16, 50, 2); 15:15; Ac 10:22; 28:22; 2 Ti 2:2; w. attraction of the relative λόγων ὧν παρʼ ἐμοῦ ἤκουσας teachings which you have heard from me 1:13; τὶ ἀπό τινος (Thu. 1, 125, 1) 1J 1:5. Hebraistically ἀπὸ τ. στόματός τινος Lk 22:71 (cp. ἐκ τ. στόμ. τ. Ex 23:13; Ezk 3:17; 33:7).γ. foll. by a thing as obj. in gen. (Hdt. 8, 135; X., Cyr. 3, 1, 8; Demosth. 18, 3; B-D-F §173, 2; Rob. 507) hear someth. τῆς βλασφημίας (= τὴν βλ. Mt 26:65) Mk 14:64. συμφωνίας καὶ χορῶν Lk 15:25; τῆς φωνῆς (BGU 1007, 11 [III B.C.] ἀκούσαντες φωνῆς) J 5:25, 28; Ac 9:7 (on the experience of Paul and his companions cp. Maximus Tyr. 9, 7d–f: some see a divine figure, others see nothing but hear a voice, still others both see and hear); 11:7; 22:7 (HMoehring, NovT 3, ’59, 80–99; s. Rob. 506). τῶν λόγων Lk 6:47. τῶν ῥημάτων J 12:47.ⓒ hear, listen to w. gen. of the pers. and a ptc. (Pla., Prot. 320b; X., Symp. 3, 13; Herm. Wr. 12, 8; Jos., Ant. 10, 105 ἤκουσε τοῦ προφήτου ταῦτα λέγοντος): ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος we have heard him say Mk 14:58; ἀκοῦσαι προσευχομένου Παύλου AcPl Ha 2, 12. ἤκουον εἷς ἕκαστος … λαλούντων αὐτῶν each one heard them speaking Ac 2:6, 11; Rv 16:5, 7 (in vs. 7 the altar speaks); Hv 1, 3, 3. W. acc. instead of gen. πᾶν κτίσμα … καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς πάντα ἤκουσα λέγοντας (v.l. λέγοντα) Rv 5:13. Used without ptc. w. pronoun only: μου (Dio Chrys. 79 [28], 14) Mk 7:14; Ac 26:3. αὐτῶν Lk 2:46. αὐτοῦ vs. 47; 15:1; 19:48; 21:38; J 3:29 etc. ἡμῶν Ac 24:4.—ἀ. τινὸς περί τινος (since Hdt. 7, 209; IG II, 168 [338 B.C.]) hear someone (speak) about someth. Ac 17:32. ἤκουσεν αὐτοῦ περὶ τῆς … πίστεως he heard him speak about faith Ac 24:24, cp. Hm 11:7.—W. ὅτι foll. (X., Cyr. 3, 3, 18) J 14:28; Ac 22:2.—Abs. οἱ ἀκούοντες the hearers (Diod S 4, 7, 4) Lk 6:27; MPol 7:3. Esp. impv. ἄκουε listen! Mk 12:29 (Dt 6:4); Hs 5, 1, 3; pl. Mk 4:3. ἀκούσατε Ac 7:2; 13:16; AcPl Ha 8, 10. W. συνίετε listen and try to understand Mt 15:10.② legal t.t. to hear a legal case, grant a hearing to someone (X., Hell. 1, 7, 9 al.; PAmh 135, 14; PIand 9, 10; 15; BGU 511 II, 2; POxy 1032, 59) w. παρά τινος: ἐὰν μὴ ἀκούσῃ πρῶτον παρʼ αὐτοῦ without first giving him a hearing J 7:51 (SPancaro, Biblica 53, ’72, 340–61).—Ac 25:22.③ to receive news or information about someth., learn about someth.ⓐ abs. ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς when Jesus learned about it (the death of J. Bapt.) Mt 14:13.—Mk 3:21; 6:14 (s. HLjungvik, ZNW 33, ’34, 90–92); Ro 10:18. W. ἀναγγέλλειν 15:21 (Is 52:15).ⓑ w. gen. of person οὗ οὐκ ἤκουσαν of whom they have not heard Ro 10:14a.—W. acc. of thing (X., Cyr. 1, 1, 4; Diod S 19, 8, 4; Chion, Ep. 12 ἀκ. τὴν τυραννίδα; Herodian 4, 4, 8) learn of τὴν ἀγάπην Phlm 5. τὴν ἀναστροφήν Gal 1:13. τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ Mt 11:2. τὴν ἐνέδραν the ambush Ac 23:16: Χριστιανισμὸν ἀ. hear Christianity IPhld 6:1; τὴν οἰκονομίαν Eph 3:2. τὴν πίστιν 1:15; Col 1:4. τὴν ὑπομονήν Js 5:11.—Pass. ἀκούεται ἐν ὑμῖν πορνεία it is reported that there is immorality among you 1 Cor 5:1 (schol. on Nicander, Ther. 139 τοῦτο ἐξακούεται=this report is heard). ἐὰν ἀκουσθῇ τοῦτο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος if this should come to the prefect’s ears Mt 28:14.ⓒ ἀ. τι περί τινος (since Hdt. 2, 43) learn someth. about someone Lk 9:9; 16:2.—ἀ. περί τινος (Jos., Vi. 246) Lk 7:3.ⓓ w. prep., to denote the author or source of the information (s. 1bβ) ἀ. τι παρά τινος: τῶν ἀκουσάντων παρὰ Ἰωάννου who had learned fr. John (who Jesus was) J 1:40, cp. 6:45 (Simplicius in Epict. p. 110, 35 τὸ ἀκοῦσαι παρὰ θεοῦ, ὅτι ἀθάνατός ἐστιν ἡ ψυχή); ἀ. τι ἔκ τινος: ἠκούσαμεν ἐκ τοῦ νόμου we have heard from the law (when it was read in the synagogue) J 12:34, where ἀ. approaches the technical sense learn (a body of authoritative teaching), as 1J 1:5 (s. above); 2:7, 24 et al. (OPiper, JBL 66, ’47, 437 n. 1). ἀ. ἀπό τινος περί τινος Ac 9:13.ⓔ w. ὅτι foll. (SIG 370, 21; PTebt 416, 8; BGU 246, 19; Josh l0:1; Da 5:14 Theod.; 1 Macc 6:55; 4 Macc 4:22; cp. the constr. ἀ. τινὰ ὅτι Od. 3, 193; X., Mem. 4, 2, 33) Mt 2:22; 4:12 al.—Pass. ἠκούσθη ὅτι ἐν οἴκῳ ἐστίν it became known that he was in the house Mk 2:1 (s. B-D-F §405, 2). οὐκ ἠκούσθη ὅτι it is unheard of that J 9:32.ⓕ w. acc. and inf. foll. (Hom. et al.; Jos., Ant. 11, 165; 13, 292) J 12:18; 1 Cor 11:18. W. acc. and ptc. (X., Cyr. 2, 4, 12; Herodian 2, 12, 4) Ac 7:12; 3J 4.④ to give careful attention to, listen to, heed ἀ. τινός someone (Hom. et al.) ἀκούετε αὐτοῦ Mt 17:5; Lk 9:35; Ac 3:22 (all three Dt 18:15); cp. Mt 18:15; Lk 16:29, 31; J 10:8; Ac 4:19. W. acc. of thing J 8:47 (s. 1bα); PEg2 53f (restored).—Abs. (PsSol 2:8) obey, listen αὐτοὶ καὶ ἀκούσονται Ac 28:28; cp. Mt 18:16; J 5:25b; agree 9:27a.⑤ to pay attention to by listening, listen to ἀ. τινός someone/someth. (Mitt-Wilck. I/2, 14 I, 18; 461, 6) Mk 6:11; J 6:60b. Of God (Hom.+) Ac 7:34 (Ex 3:7); J 9:31; 11:41f; 1J 5:14f; AcPt Ox 849, 27.—Abs. καθὼς ἠδύναντο ἀ. as they were able to listen Mk 4:33 (EMolland, SymbOsl 8, 1929, 83–91; s. also 7 below).⑥ to be given a nickname or other identifying label, be called (Demosth. 18, 46 κόλακες ἀκούουσι; Diog. L. 2, 111 a derisive nickname; 2, 140) ἤκουσαν προδόται γονέων they were called betrayers of their parents Hv 2, 2, 2.⑦ to hear and understand a message, understand (Teles p. 47, 12; Galen: CMG Suppl. I p. 12, 29; Aelian, VH 13, 46; Apollon. Dysc., Syntax p. 295, 25 [Gramm. Gr. II/2 p. 424, 5 U.] ἀκούειν= συνιέναι τῶν ἠκουσμένων; Sext. Emp., Math. 1, 37 τὸ μὴ πάντας πάντων ἀκούειν; Julian, Orat. 4 p. 147a; PGM 3, 453 ἀκούσεις τὰ ὄρνεα λαλοῦντα; Philo, Leg. All. 2, 35) abs. (Is 36:11) 1 Cor 14:2. Perh. also Mk 4:33 (s. 5 above, and cp. Epict. 1, 29, 66 τ. δυναμένοις αὐτὰ ἀκοῦσαι). On the form of Lk 6:27a cp. Cleopatra 16, 57 ὑμῖν δὲ λέγω τοῖς εὖ φρονοῦσιν. W. acc. τὸν νόμον understand the law Gal 4:21; perh. Ac 22:9; 26:14 (s. 1bα above) belong here. Cp. also the play on words (1a above) ἀκούοντες οὐκ ἀκούουσιν Mt 13:13; cp. Mk 8:18. Here belong also the imperatives in Mt 11:15; 13:9, 43; Mk 4:9, 23; 7:15 [16] v.l.; Lk 8:8; 14:35; Rv 2:7, 11, 17, 29; 3:6, 13, 22; 13:9; also ὁ ἔχων ὦ[τ]α τ[ῶν ἀ]|περάντων [ἀ]κο[ύει?]ν ἀ|κουέτω one who has ears to hear the things that are without limits let him hear Ox 1081, 6–8, rev. on the basis of the Coptic, s. SJCh 89, 5f; cp. Borger, GGA 122.—ἀκούω is occasionally used as a perfective present: I hear= I have heard (so as early as Il. 24, 543; Aristoph., Frogs 426; X., An. 2, 5, 13, Mem. 2, 4, 1; 3, 5, 26; Pla., Rep. 583d; Theocr. 15, 23) Lk 9:9; 1 Cor 11:18; 2 Th 3:11. B-D-F §322.—B. 1037; 1339. DELG. M-M. TW. Sv. -
12 προάγω
Aπροῆχα D.19.18
, 25.8, Paus.3.11.10 :—[voice] Med., v. infr.: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, v. infr. 1.7 :— lead forward or onward,μιν ἐς τὰ οἰκία Hdt.3.148
, etc.; escort on their way, Id.8.132;τοὺς πεζοὺς οὐ πολλὴν ὁδόν X.Cyr.3.3.23
:—[voice] Pass., to be led on, .2 carry on,αἱμασιάν D.55.27
; produce, Plot.3.7.6 :—[voice] Pass., [τάξις] εἰς ὀξὺ προηγμένη brought to a point, Arr.Tact.16.8.b bring on in age, etc.,προῆγεν αὐτὸν ὁ χρόνος εἰς ὥραν X.Cyr.1.4.4
:—[voice] Pass., ἐπὶ πλείω προῆκται τῆς κατ' ἰητρικὴν ἐπιμελείας belong to more advanced medical study, Hp.Medic.13.3 bring forward, νεκρόν εἰς τὸ φανερόν, τι εἰς τὸ πρόσθεν, Pl.Lg. 960a, Plt. 262c;τὴν φύσιν εἰς φῶς πᾶσιν Id.Ep. 341d
;βουλὴν ἀπόρρητον εἰς φῶς ἡλίου Plu.2.552d
; οἱ προαγαγόντες εἰς φῶς, = οἱ γονεῖς, Poll.3.8, cf. Hld.7.23; call up an apparition, Thessal. in Cat.Cod.Astr.8(3).137.b bring before a tribunal, SIG 826G 22 (ii B.C., [voice] Pass.);π. δάνειον POxy.1562.14
(iii A.D.).4 lead on, induce, persuade,δόλῳτινὰς π. Hdt.9.90
;ὡς ἡχρεία προάγει Th.3.59
: with inf. added, κινδυνεύειν τινὰ π. ib.45; : with Preps.,π. θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Thgn. 386
(nisi leg. παράγει); τινὰς ἐς λόγους Pl.Ti. 22a
;εἰς μῖσος X.HG 3.5.2
; τὰς συγγενείας εἰς ἔχθραν, εἰς ἄνοιαν τὴν πόλιν, Isoc.4.174, 8.121;εἰς ὀργὴν ἢ φθόνον ἢ ἔλεον Arist.Rh. 1354a25
; εἰς γέλωτα ib. 1415a37; τινὰ ἐπ' ἀρετήν, opp. προτρέψασθαι, X.Mem.1.4.1;πάντας ἐκ.. πολέμων ἐπὶ τὴν ὁμόνοιαν Isoc.5.141
;πρὸς.. κακίας ὑπερβολήν D. 20.36
;ἐμαυτὸν εἰς ἀπέχθειαν Id.23.1
:—[voice] Med., ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινά move one to laughter, Hdt.2.121.δ'; τὴν ὑγρότητα αὐτῶν τοῦ ἤθους εἰς ἔλεον Lycurg.33
;προαξόμεθ'.. εἰς ἀνάγκην D.5.14
: c.inf.,τοῦτο πολεμίους προάγεται ἁμαρτάνειν X.Eq.Mag.5.15
, cf. Aeschin.3.117, Arist.Pol. 1270b2:—freq. in [voice] Pass.,προαχθέντας εἰς φιλοποσίαν X. Mem.1.2.22
;εἰς τοῦτ' ὀργῆς προήχθησαν ὥστε.. Isoc.20.8
: c. inf., , cf. 18.269, Arist.Ph. 194a31;προάγεται λαλεῖν Men.164
;πολλὰ προηγμένον πρᾶξαι D.5.23
, etc.5 carry forward, advance, π. τὴν πόλιν lead it on to power, Th.6.18, D.19.18; π. αὐτὴν (sc. τὴν ἀρχὴν)ἐς τόδε Th.1.75
, cf. Arist. Pol. 1274a10;λόγοισι προάγει.., ἔργοισι δ' οὐδὲ κινεῖ Cratin.300
; οὕτω μέχρι πόρρω προήγαγον [τὴν ἔχθραν] carried it so far, D.18.163;π. [τὰ πράγματα] ἐπὶ τὸ βέλτιον Id.Prooem.38
, etc.; τὴν πραγματείαν π. εἰς τὸ πρόσθεν promote the study, Aristox.Fr.Hist.81; [ τὰ μαθήματα] Arist.Metaph. 985b24;τὰς τέχνας Id.SE 183b29
, cf. Po. 1449a13; π. καὶ διαρθρῶσαι τὰ καλῶς ἔχοντα τῇ περιγραφῇ carry on and complete.., Id.EN 1098a22, cf. Pol. 1282b35:—[voice] Med.,ἐς τοῦτο [τὰ Περσέων πρήγματα] προηγάγοντο Hdt.7.50
:—[voice] Pass., increase, become rife, D.19.266.b of persons, promote or prefer to honour, , cf. Plb.12.13.6, etc.; τινὰς εἰς δόξαν, ἐφ' ἡγεμονίας, Plu.Them.7, Galb.20, etc.;ἐπὶ μέγα προαχθῆναι Luc.Alex.55
.c prefer in the way of choice, esp. in [voice] Pass.,αἱ προηγμέναι φυλαί J.AJ4.8.44
: προηγμένος distinguished, outstanding,ὥρα Philostr.
Jun.Im.Praef.6 in Stoic Philos., of things neither good nor bad but promoted or advanced above the zero point of indifference,προηγμένον.. ὃ ἀδιάφορον <ὂν> ἐκλεγόμεθα Zeno Stoic.1.48
, cf. Aristo ib.83, Chrysipp.ib.3.28, etc.; cf. ἀποπροάγω.7 in [tense] pf. [voice] Pass. with med. sense, οὕτω προῆκται τοὺς παῖδας ὥστε.. has had them brought up in such a way that.., D.54.23: also in pass. sense,ἐπιεικῶς τοῖς ἔθεσι προηγμένοι Arist. EN 1180a8
.8 pronounce a discourse,κατὰ θεωρίαν π. πάντα Philostr.VS2.9.3
; αἱ κατὰ σχῆμα προηγμέναι τῶν ὑποθέσεων ib.2.4.2.II intr., lead the way, go before, ;σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην Id.Phd. 90b
, cf. X.An.6.5.6, etc.: with acc. added, προῆγε πολὺ πάντας dub. in J.BJ6.1.6 (leg. πάντων): of a commander, lead an advance, push forward, Plb.2.65.1,3.35.1, etc.2 metaph., ὁ προάγων λόγος the preceding discourse, Pl.Lg. 719a;αἱ π. γραφαί J.AJ19.6.2
;ὁ π. μήν PSI5.450.59
(ii A.D.).3 go on, advance, ἐπὶ πολὺ προάγει τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι Decr. ap. D.18.181;ἐκ τῶν ἀσαφεστ έρων ἐπὶ τὰ σαφέστερα Arist.Ph. 184a19
;πόρρω π. ὕβρεως Clearch.6
( τὸ ἔργον προῆγε ([etym.] ν) is v.l. for προσῆγε in Hdt.9.92);πᾶς ὁ προάγων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ 2 Ep.Jo.9
: of Time,τῆς ἡμέρας ἤδη προαγούσης Plb.18.8.1
; reach, attain to,εἰς τὰς ὀκτὼ μυριάδας Phld.Ind.Sto. 32
. -
13 συναιρέω
A grasp or seize together,Χλαῖναν μὲν συνελὼν καὶ κώεα Od.20.95
; seize at once,πάντα ξυνῄρει ἡ νόσος Th.2.51
; of the mind, λογισμῷ τὸ πρᾶγμα ς. Plu.Lys.22:—[voice] Med., συνελόμενος σκαφεῖον seizing a mattock, PPetr.2p.59 (cf. 3 p.xiii, iii B.C.):—[voice] Pass., to be brought together, Arist.SE 181b33; so εἰς ἓν λογισμῷ συναιρούμενον to a unity brought together by reasoning, Pl.Phdr. 249c; τὸ φιλεῖν καὶ τὸ μισεῖν.. συνῄρηται are taken into account, Arist.Rh. 1354b9 (nisi leg. συνήρτηται): hence δεῖ συναιρεῖν ἐκ πάντων τούτων ὅτι.. from all this we should collect, infer that.., Procl. in Prm.p.492 S.2 bring into small compass, shorten,τὸν Χρόνον D.S.17.116
:—[voice] Pass., συναιρεῖσθαι εἰς ἥμισυ to be halved, Ascl.Tact.2.1; to be contracted, τὰ τῶν Ἀθηναίων ταχὺ ξυναιρεθήσεσθαι (v.l. ξυναναιρ-) Th.8.24;ὁ περίβολος τῆς πόλεως.. νῦν.. καὶ μᾶλλον ἔτι συνῄρηται Plb.10.11.4
.b esp. of speaking, ξυνελὼν λέγω concisely, briefly, in a word, Th.2.41, cf. 1.70;ὡς συνελόντι εἰπεῖν X.An.3.1.38
, Mem.3.8.10, etc.;συνελόντι φάναι Gal.16.502
; so συνελόντι alone, Is.4.22;συνελόντι ἁπλῶς D.4.7
;συνελόντες τὰ ἐν μέσῳ Luc.Phal.1.6
;συνελεῖν [λόγον] εἰς βραχὺ κεφάλαιον Gal.15.754
.c Gramm., contract,τὸ ε ¯ καὶ τὸ ᾱ A.D. Pron.99.24
; of the accent of compounds, Id.Synt.304.8.II make away with, destroy all trace of, annihilate,ἀμφοτέρας δ' ὀφρῦς σύνελεν λίθος Il.16.740
(but perh. = συνέχεε καὶ εἰς ἓν συνήγαγεν, as Sch. ad. loc.): metaph., make an end of, σ. τὰς ἀσπίδας abolished them, D.S.15.44; , cf. 37.13, 50.35;συνῃρηκὼς ὥρᾳ μιᾷ Χρόνου μήκιστον.. πόλεμον Plu.Lys.11
;ὡς ἡμέραις δυσὶ συναιρήσων τὴν πολιορκίαν Id.Sert.13
; diminish a measurement,τινὶ μέτρῳ προσλιπεῖν ἢ συνελεῖν IG7.3073.24
(Lebad., ii B.C.):—[voice] Pass.,τοῦ πρώτου τῶν Καρχηδονίων πολέμων ἔτει δευτέρῳ καὶ εἰκοστῷ συναιρεθέντος Plu.Marc.3
; τοῦ πλήθους ἤδη συνῃρημένου the congestion having been reduced or ended, Gal.16.499.b annihilate, make short work of a distance,ταχὺ σ. πολλὴν ὁδόν Plu. 2.759d
:—[voice] Pass.,τὸ διάστημα ταχέως ὑπὸ προθυμίας τῶν ἐλαυνόντων συνῄρητο Id.Lys.11
.2 help to take or conquer,τὴν Σύβαριν Hdt. 5.44
; βουλόμενοι σφίσι.. ξυνελεῖν (v.l. for ξυνεξ-) αὐτόν wishing that he should help them to conquer, Th.2.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναιρέω
-
14 απαλλασσω
атт. ἀπαλλάττω1) удалять, изгонять(τινὰ ἐκ τῆς χώρας Thuc.)
— отстранять, отгонять (φρενῶν ἔρωτα Eur.);med.-pass. — удаляться, уходить, уезжать (ἐκ χώρης, ἐς Πελοπόννησον Her.; πρὸς χώραν Plat.; παρά τινος Aeschin.; ἐπὴ τέν αὑτοῦ σκηνήν Polyb.; τῆς πόλεως Plut.):γῆς ἀπαλλάττεσθαι πόδα Eur. — уходить из страны;πολλὸν ἀπαλλαγμένος τινός Her. — сильно отличающийся от кого-л.;κρῖναι ἱκανῶς οὐκ ἀπαλλαχθῆναι Thuc. — быть близким к здравому суждению2) отдалять, отводитьἀ. γῆς πρόσωπον Eur. — поднимать лицо от земли;
ἀ. σφαγῆς τινος χεῖρα Eur. — воздерживаться от убийства кого-л.3) откладывать в сторону(τὰ περιττὰ τῶν σκευῶν Xen.)
4) устранять, исключать5) освобождать, избавлять(τινὰ πόνων Aesch.; τέν πόλιν πολέμων καὴ κακῶν Plut.)
; med.-pass. освобождаться, избавляться(δουλουσύνης Her.; αἰσχύνης Thuc.; φόβου Xen.; τῆς ἀπορίας καὴ τῆς διαφορᾶς Plut.)
ἀπαλλάττεσθαι πρὸς ἀλλήλους τῶν ἐγκλημάτων Plat. — прекращать взаимные обвинения6) исцелять(τινὰ τῆς ἀτεκνίας Plut.)
7) отпускать, отсылать(τοὺς πρέσβεις Thuc.; τὰς φρουράς Plut.)
8) выпускать(τὸν χρυσὸν χερός Eur.)
9) увольнять, смещать(τινὰ τῆς ἀρχῆς Plut.)
10) разводить(γυναῖκας ἀνδρῶν Plut.)
; med.-pass. разводиться(λέχους Eur.; ἀπὸ τοῦ ἀνδρός и ἀπὸ γυναικός Plat.; ἀπαλλαγεὴς τῆς γυναικός Plut.)
11) переставать, прекращать, кончать(τὸν λόγον Eur.)
; pass. прекращаться, кончаться(τῆς νόσου ἀπαλλαγέντος Soph.)
12) pass. воздерживаться(μακρῶν λόγων Soph.)
ἀπαλλαχθεὴς ἄπει Soph. — кончай и уходи;εἰπὼν ἀπαλλάγηθι Plat. — скажи раз навсегда;τοῦτο μὲν δέ ἀπήλλακται Plat. — с этим, стало быть, покончено;ἀπιέναι καὴ ἀ. юр. Dem. (об — истце или кредиторе) объявлять себя удовлетворенным;13) приканчивать, умерщвлять(ἥ τοῦ φαρμάκου δύναμις ἀπήλλαξέ τινα Plut.)
ἀ. ἑαυτόν Plut. и ἀ. ἑαυτὸν ἐκ τοῦ ζῆν Polyb. — кончать самоубийством;med.-pass. — погибать, умирать (παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἀπηλλάγησαν Thuc.):κείνου ἀπηλλαχθέντος Eur. — когда он умер14) производить окончательный расчет, полностью удовлетворять(τοὺς χρηστάς Isae., Dem.; τοὺς δανείσαντας Dem.)
15) возвращаться(ἀπὸ Κλαζομενῶν Her.)
πῶς ἀπήλλαχεν ἐκ τῆς ὁδοῦ ; Xen. — как прошло у него это путешествие?16) кончаться, оканчиватьсяοὕτως ἀπήλλαξε ὅ στόλος Her. — так закончился поход;
ἀπαλλάξαι καλῶς Polyb. — окончиться благополучно;ἀ. βίου Eur. — умирать;χαίροντα ἀ. Her. — оставаться безнаказанным -
15 εφιημι
ион. ἐπίημι (fut. ἐφήσω, aor. ἐφῆκα - эп. ἐφέηκα; med.: impf. ἐφιέμην, aor. ἐφηκάμην)1) посылать, отправлять(Ἶριν Πριάμῳ Hom.)
2) перегонять(ἀγέλας ἐπὴ τὰ χωρία Xen.)
3) направлять, отводить(ποταμὸν ἐπὴ τέν χώρην Her.)
4) ( о животных) подводить, припускать, случать(τοὺς ὄνους ταῖς ἵπποις Her.; τὸν πῶλον, sc. πρὸς τὸ ὀχεύειν Arst.)
5) доводить, побуждать, заставлять(τινὰ στοναχῆσαι Hom.)
τινὰ χαλεπῆναι ἐ. Hom. — приводить кого-л. в бешенство6) бросать, метать, пускать(βέλος τινί Hom.; ὀϊστὸν ἐπί τινι Eur.)
7) med. метить, целиться(τῶν προσώπων Plut.)
8) med. стремиться, добиваться(ἄρξειν, τῆς Ἑλληνικῆς ἀρχῆς Thuc.; τοῦ ἀρίστου Plat.; βεβαιῶσαί τι Arst.; διαποντίων πολέμων Plut.)
τί τῶν δυσφόρων ἐφίει ; Soph. — отчего ты (словно) хочешь растравить (свои) раны (досл. стремишься к страданиям)?9) налагать, пускать в ход10) пускать, бросать, устремлять, направлять, двигать(τέν ἵππον τισί Her., Plut. и ἐπί τινας Her.; στρατὸν ἐς πεδία Eur.)
ἐφεῖναι ἰχθύσιν διαφθοράν Soph. — бросить рыбам на съедение11) ниспосылать, насылать, обрушивать(Ἀργείοισι χήδεια, ἀεικέα πότμον τινί Hom.)
ὀργήν τινι ἐ. Plat. — обрушивать на кого-л. (свой) гнев12) юр. направлять в порядке апелляции, посылать для пересмотра, обжаловать(δίκην εἴς τινα Dem.; εἰς ἕτερον δικαστήριόν τι Luc.)
13) юр. вызывать(τινὰ ἐς δικαστήριον Dem.)
14) юр. переносить дело на новое решение, апеллировать(εἰς τοὺς δικαστάς Dem.; ἐπί τινα Luc.)
15) отпускать, ослаблять(τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Plat.; τὸ ἱστίον Arst.)
16) тж. med. разрешать, позволять(τινὴ ποιεῖν τι Soph., Her., Plut. и τινὰ ποιοῖν τι Aesch., Xen.)
ἐφέντων ταῦτα πράττειν Xen. — когда они согласились на это;πλέν ὧν ὅ νόμος ἐφίησι Plat. — за исключением случаев, когда это допускается законом17) тж. med. предоставлять, уступать(ἡγεμονίαν τινί Thuc.)
χαίρειν τἄλλ΄ ἐγώ σ΄ ἐφίεμαι Soph. — я охотно уступаю тебе в остальном;κάρα τέμνειν ἐφεῖτο τῷ θέλοντι Soph. — он перед всеми поручился головой(τῇ ἡδονῇ Plat.)
ἐ. ἰσχυρῷ γέλωτι Plat. — предаваться неудержимому смеху;ἐφίεσθαι τῆς φιλοτιμίας Eur. — поддаваться чувству честолюбия;αὐλητικῆς ἐφίεσθαι Polyb. — заниматься игрой на флейте19) med. предписывать, поручать(τινι ποιεῖν τι Soph., Arph.)
ὑμέων ἀνδρὴ ἑκάστῳ ἐφιέμενος τάδε εἴρω Hom. — к каждому из вас я обращаюсь со следующими словами;ἐπιστολάς τινι ἐ. Aesch. — давать кому-л. приказания;ἐς τέν Λακεδαίμονα ἐφιέμενος, στρατιάν προσαποστέλλειν ἐκέλευε Thuc. — (Брасид) отправил в Лакедемон требование прислать дополнительное войско -
16 ἔχω
ἔχω (ἔχω, -εις, -ει, -ομεν, -οντι; ἔχω, -ῃ; ἔχων, -οντ(α), -οντες; -οισα, -οίσας; ἔχειν: impf. εἶχε, ἔχε(ν), ἔχον: fut. [ ἕξω codd.], σχήσει codd., ἕξει; σχήσοι: aor. ἔσχε(ν), ἔσχετ[ε], ἔσχον; ἔσχεθε, σχέθον; σχέθοι; σχεθών; σχεῖν, σχεθέμεν: med. impf. εἴχετ(ο): aor. pro pass. σχόμεναι.)1 have, hold.1 generally,a have, possess, have in keeping ( Πέλοψ)τύμβον ἀμφίπολον ἔχων O. 1.93
ὅθεν σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου (Aristarchus: ἔχοντι codd.) O. 2.46 εἰ δέ μιν (= ὄλβον)ἔχων τις οἶδεν τὸ μέλλον O. 2.56
Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77
καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας O. 7.74
τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57
λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89
μακάριος, ὃς ἔχεις καὶ πεδὰ μέγαν κάματον λόγων φερτάτων μναμήἰ P. 5.46
Ἡσυχία βουλᾶν τε καὶ πολέμων ἔχοισα κλαῗδας ὑπερτάτας P. 8.4
Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας P. 8.78
οὐκ ἔραμαι πολὺν ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κατακρύψαις ἔχειν N. 1.31
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς N. 7.94
παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.100
εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13
πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.14
πολλὰ μὲν ἀρτιεπὴς γλῶσσά μοι τοξεύματ' ἔχει περὶ κείνων κελαδέσαι I. 5.47
“μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; Pae. 4.48
ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 9. as epexeg. inf.,ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα, Κρονίδαι μάκαρες, διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.120
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν, ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον P. 12.22
b hold (in one's grip)ἔμπα, καἴπερ ἔχει βαθεῖα ποντιὰς ἅλμα μέσσον, ἀντίτειν' ἐπιβουλίᾳ N. 4.36
σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς (Elmsley: σχέθων codd.: ἐνδεξιωσάμενος πατέρα interpr. Schr.) P. 6.19c support ἂν δ' ἐπικράνοις σχέθον πέτραν ἀδαμαντοπέδιλοι κίονες fr. 33d. 7.2a rule overὦ Κρόνου παῖ, ὃς Αἴτναν ἔχεις O. 4.6
Ἑρμᾶν ὃς ἀγῶνας ἔχει μοιράν τ' ἀέθλων O. 6.79
ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
b dwell inπόλιν· ἔχοντι τὰν χαλκοχάρμαι ξένοι P. 5.82
“ ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ὀρέων κευθμῶνας ἔχει σκιοέντων;” P. 9.343a contain, preserveτό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον P. 5.39
b enfoldἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν P. 4.79
4 = κατέχω.a restrain, checkτὸν μονοκρήπιδα πάντως ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν μεγάλᾳ P. 4.75
τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος ( ἔσχε coni. Schr.) fr. 232.b hold back, prevent c. inf.ἐλπίδες δ' ὀκνηρότεραι γονέων παιδὸς βίαν ἔσχον ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων N. 11.23
c prevent c. part.ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν, κρανίοις ὄφρα ξένων ναὸν Ποσειδάωνος ἐρέφοντα σχέθοι I. 4.54
5 = παρέχω.a provideἐν Μεγάροισίν τ' οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.87
ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.79
ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν, φοίνιον τὰν ὀψίᾳ ἐν νυκτὶ ταμὼν περὶ ᾧ φασγάνῳ μομφὰν ἔχει παίδεσσιν Ἑλλάνων (v. μομφά; cf. fr. 359) I. 4.36b keep c. dupl. acc., pr. adj., simm.Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36
ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33
καλὰ γινώσκοντ' ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289
cf.ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός O. 6.8
ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενί ( keeps this as a revered honour v. ὀφθαλμός) P. 5.17 in tmesis, ἀπὸ πάμπαν ἀδίκων ἔχειν ψυχάν (v. ἀπέχω) O. 2.696a of non physical things, have, enjoyὁ νικῶν ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.98
θεὸς τεαῖσι μήδεται ἔχων τοῦτο κᾶδος, Ἱέρων, μερίμναισιν O. 1.107
δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας O. 6.82
Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν O. 13.37
Χίρωνα νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5
ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν P. 3.111
τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.24
πέταται ὑποπτέροις ἀνορέαις, ἔχων κρέσσονα πλούτου μέριμναν P. 8.91
“ μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἦτορ ἔχοισα” P. 9.32τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἀρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι, μέρος ἕκαστον οἷον ἔχομεν βρότεον ἔθνος N. 3.73
ἔχω γονάτων ὁρμὰν ἐλαφράν (byz.: ἕξω codd.) N. 5.20ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.23
κτεάνωνψυχὰς ἔχοντες κρέσσονας ἄνδρες N. 9.32
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19
βραχὺ μέτρον ἔχων ὕμνος I. 1.62
ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας ὀπώραν I. 2.4
ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει I. 5.33
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; (unus cod. Stobaei: ἰσχύει rell.: ἔχειν Clem. Alex.) fr. 61. 2. and so, ἔχει θαλίας καὶ πόλις holds, celebrates O. 7.93b = πάσχω, have, be subject toἔχει δ' ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον O. 1.59
ἅλιον ἔχοντες, ἀπονέστερον ἐσλοὶ δέκονται βίοτον O. 2.62
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι (v. l. ὀχοίσας) P. 2.79ἔσχε τοι ταύταν μεγάλαν ἀυάταν καλλιπέπλου λῆμα Κορωνίδος P. 3.24
χαρίεντα δ' ἕξει πόνον χώρας ἄγαλμα (? i. e. ὕμνος) N. 3.12πεῖραν ἔχοντες οἴκαδε κλυτοκάρπων οὐ νέοντ' ἄνευ στεφάνων N. 4.76
ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι N. 7.13
κόρον δ' ἔχει καὶ μέλι καὶ τὰ τέρπν ἄνθἐ Ἀφροδίσια N. 7.52
ἔνθ' ἄριστοι ἔσχον πολέμοιο νεῖκος I. 7.36
ἐπαγορίαν ἔχει ( ἐπίμωμός ἐστι interpr. Hesych.) ?fr. 359.7 possess, swayτῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν O. 3.33
ἔρως γὰρ ἔχεν (sc. αὐτούς: ἔσχεν cod., corr. Er. Schmid) I. 8.29 med. aor. pro pass., δεί]ματι σχόμεναι φύγον[ (sc. ἀμφίπολοι) Pae. 20.178 have in mind, knowεἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4
εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν P. 3.103
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
λεγόμενον δὲ τοῦτο προτέρων ἔπος ἔχω N. 3.53
9 acquire, get oneself (aor. only, but v. P. 2.30)Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν O. 1.71
ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῦ O. 2.9
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν O. 9.88
ἔσχον δ' Ἀμύκλας ὄλβιοι Πινδόθεν ὀρνύμενοι P. 1.65
[ ἐξαίρετον ἔχε μόχθον (Th. Mag.: ἔσχε codd.: ἕλε Mosch) P. 2.30] ( Ἀρκεσίλαν)ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν P. 5.105
σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων ( σχήσει v. l.) P. 9.116Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48
Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24
ὕπατον δ' ἔσχεν Πίσα Ἡρακλέος τεθμόν N. 10.32
μακρὰ δισκήσαις ἀκοντίσσαιμι τοσοῦθ, ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.37
ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον Pae. 5.39
Μοῖσαι, τοῦτον ἔσχετ[ε τεθ]μόν Pae. 6.57
10 be able c. inf.ἔχω καλά τε φράσαι O. 13.11
τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ἐλευθέρᾳ φρενὶ πεπαρεῖν P. 2.57
οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τέλος ἔμπεδον ὤρεξε N. 7.56
, cf. I. 5.4711 intrans.,a c. adv., fare ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν (Hermann: εὖ δ(ὲ) ἔχοντες codd.: εὖ δὲ τυχόντες Boeckh) O. 5.16b without adv., keep, stayἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.72
v. E. Fraenkel, Horace, 279, 3.12 med., c. gen.,a cling to, be held by δράκοντος δ' εἴχετο λαβροτατᾶν γενύων (sc. δέρμα λαμπρόν) P. 4.244b met., lay hold of, set oneself to εἴχετ' ἔργου (sc. Ἰάσων) P. 4.23313 frag. εἶχε Πα. 7C. a. 3. ]σχήσει πολι[ Pae. 21.17
τί κέ τις ἐσχ[ Δ. 4b. 11. ] ν ἰων ἕχον[ ?fr. 345. 12. -
17 νόστος
νόστος, ὁ (verwandt mit νέομαι), Rückkehr, bes. in die Heimath, die Heimkehr; oft Hom., bes. in der Od.; νόστον μετὰ φρεσὶ βάλλεσϑαι, Il. 9, 434; Ἀχαιοῖσιν ὑπέρμορα νόστος ἐτύχϑη, 2, 155; Ἀχαιῶν νόστον ἄειδε, Od. 1, 326 (so ist Νόστοι der gemeinsame Titel mehrerer alter epischer Gesänge, welche die Rückfahrten der griechischen Helden von Troja erzählten, wie die Odyssee selbst solch ein νόστος des Odysseus ist, vgl. Proclus Chrestom.; Ath. XI, 466 c citirt Ἀντικλείδης ὁ Ἀϑηναῖος ἐν τῷ ἑκκαιδεκάτῳ Νόστων); οὐδὲ νέεσϑαι οἴκαδ' ὅπη οἱ νόστος, 18, 241; νόστου μιμνήσκεσϑαι, 3, 142 u. öfter; auch νόστος γαίης Φαιήκων, Rückkehr zum Lande der Phäaken, 5, 344, vgl. 23, 68, wie γῆς πατρῴας, Eur. I. T. 1065; νόστον οἴκοιο, Orph. Arg. 144; gewöhnlich ἐπί, Il. 10, 509 Od. 3, 142; πόμπιμον νόστου τέλος, Pind. N. 3, 24; γλυκὺν νόστον ἐρυσσάμενοι, 9, 23; auch γεφύρωσε νόστον, I. 7, 51, u. öfter, auch für Reise, Fahrt übh.; νόστοι ἐκ πολέμων, Aesch. Pers. 846; Ag. 786. 962; νόστου σωτῆρας ἱκέσϑαι, Soph. Phil. 1457; ἐς δόμους, O. C. 1411; aber ἢ πὶ φορβῆς νόστον ἐξελήλυϑεν, Phil. 43, = er ist ausgegangen auf Nahrung; oft bei Eur., auch νόστον τὸν εἰς Ἴλιον περᾶν, Rhes. 427. – Weil bei Hom. der νόστος als etwas so Süßes erscheint, γλυκερός, μελιηδής, haben spätere Grammatiker dem Worte auch die Bedeutung »Süßigkeit«, »Annehmlichkeit« beigelegt (s. νόστιμος), Hesych. ἡ ἀνάδυσις τῆς γεύσεως, Suid. γλυκαομὸς ἐπὶ τῶν ἐδεσμάτων.
-
18 κατ-άγω
κατ-άγω (s. ἄγω; καταγήοχε Dem. 18, 73 im Dekret; κατάξαντες Xen. Hell. 2, 2, 201; – 1) herab-, hinunter führen, -leiten, -bringen; ψυχὰς μνηστήρων κατάγων, in die Unterwelt hinab, Od. 24, 100; εἰς Ἀΐδαο 11, 164, wie Pind. Ol. 9, 34 ᾇ (ῥάβδῳ) βρότεα σώματα κατάγει κοίλαν πρὸς ἀγυιὰν ϑνασκόντων; vgl. Eur. Med. 1016 Alc. 24; – ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ Plat. Critia. 118 d; – übh. nach einem Orte hinführen, den man als niedriger gelegen betrachtet (s. κατά), ἵππους κατάγειν κοίλας ἐπὶ νῆας Il. 5, 26, vgl. 6, 53 Od. 20, 163; τὸν Κρήτηνδε κατήγαγεν ἲς ἀνέμοιο, ihn verschlug der Sturm nach Kreta hin, 19, 186; bes. ein Schiff von der hohen See in den Hafen bringen, – a) anlanden, gew. med.; von den Schiffen selbst, Od. 3, 178. 16, 322; von den Seefahrern, 3, 10; auch νηῒ κατάγεσϑαι, 10, 140; Σίγειον οὐρίῳ πλάτῃ κατηγόμην Soph. Phil. 356; κατηγάγοντο ἐξ Ἐρετρίας εἰς Μαραϑῶνα Plat. Menex. 240 c; Strab. IV, 183 οἱ καταγόμενοι, im Ggstz von ἀναπλέοντες; auch pass., νέας πολλὰς καταχϑείσας ἐς τὰς Ἀφεάτς Her. 8, 4; ναῦν εἰς ϑάλασσαν κατάγειν, vom Stapel lassen, Ath. V, 207 a. – b) feindlich, ein Schiff aufbringen, es zwingen, in einen gewissen Hafen einzulaufen (ἐκώλυε καταπλεῖν Ἀϑήναζε, ἐς δὲ τοὺς ἑαυτῶν συμμάχους κατῆγεν Xen. Hell. 5, 1, 28), um Zölle zu entrichten, wie es die thun, welche die Meeresherrschaft haben, Dem. 5, 25. 8, 9 u. öfter; Lycurg. 18; auch wohl wie es die Byzantier thaten, um die Ladung, das Getreide dort zu verkaufen, Dem. 50, 6. 17; vgl. Harpocr. u. Arist. Oec. 2, 3; von den Folgdn Pol. 1, 83, 7; auch von Seeräubern, ἐληΐζοντο καὶ κατῆγον τοὺς ἐμπόρους 5, 95, 4. – Auch auf dem Lande bei Einem einkehren, κατήγοντο παρά τινι Dem. 59, 24, wie Eupolis bei Schol. Ar. Pax 812; Xen. Conv. 8, 39; εἰς πανδοκεῖον κατήχϑη Plut. am. narr. 3. – Herabziehen, μολιβδὶς ὥςτε δίκτυον κατῆγε Soph. frg. 783; beim Spinnen den Faden, ξαίνειν καὶ κατάγειν καὶ κερκίζειν Plat. Soph. 226 b; Pherecrat. bei B. A. 404, 76. Dah. λόγον, Plat. Menon 80 e; σαγήνην Plut. Sol. 4. – 2) zurückführen, bes. einen Verbannten in seine Heimath, Aesch. Spt. 629. 642 Ag. 1589 Eur. Phoen. 432; κατάγων ἐς ταύτην τὴν χώρην τοὺς φυγάδας ἐξ αὐτῆς Her. 6, 75; φεύγων ἔπεισεν Ἀϑηναίους ἑαυτὸν κατάγειν Thuc. 1, 111; τοὺς φυγάδας καταγάγοι οἴκαδε Xen. An. 1, 2, 2 u. öfter; med. zurückkehren, ἐπὶ τὸ στρατόπεδον 3, 4, 36; wiederherstellen, ἰσοκρατίας καταλύοντες τυραννίδας εἰς τὰς πόλεις κατάγειν Her. 5, 92; εἰς τὰς πατρίδας εἰρήνην ἀντὶ πολέμου Pol. 5, 105, 2; – γένος ἀπό τινος, das Geschlecht von Einem ableiten, Plut. X oratt. Lycurg. g. E., τὰ στέμματα κατάγεται εἴς τινα Num. 1. – Nach dem lat. victoriam reportare, ϑριάμβους ἐκ πολέμων μεγίστων ἐπιφανεστάτους Plut. Fab. 24; ϑρίαμβον καὶ νίκην τῇ πατρίδι κατάγων Pol. 11, 33, 7; Sp.; – καταγαγὼν ἐκ τοῦ πολέμου χρυσόν, Geld zurück-, heimbringen, Plut. Lyc. 30; – τὸν Δία, durch Beschwörungen vom Himmel herabziehen, Num. 15.
-
19 λησμοσύνη
λησμοσύνη, ἡ, das Vergessen, Vergessenheit, κακῶν, neben ἄμπαυμα μερμηράων, Hes. Th. 55; ἐκ μὲν δὴ πολέμων τῶν νῦν ϑέσϑε λησμοσύναν, Soph. Ant. 151, vergesset.
-
20 ιδεα
ион. ἰδέη (ῐ) ἥ [ἰδεῖν]1) внешний вид, внешность, наружность(ἥ ἰ. αὐτοῦ ὡς ἀστραπή NT.)
τέν ἰδέαν καλός Plat. — красивый на вид, красивой наружности;κοῖλα παντοδαπὰ καὴ τὰς ἰδέας καὴ τὰ μεγέθη Plat. — впадины, различные как по форме, так и по размерам;τὰ ὁρώμενα τῆς ἰδέας Plat. — по внешнему виду2) видимостьἡ τοῦ θήλεος ἰ. Arst. — женоподобие;
γνώμην ἐξαπατῶσ΄ ἰδέαι Anth. — видимость, вводящая в обман (досл. обманывающая разум)3) вид, род, тип, качество, сортφύλλα τοιῆσδε ἰδέης Her. — листья такого свойства;
τὸ φρέαρ τὸ παρέχεται τριφασίας ἰδέας Her. — колодец, который доставляет три категории (горнопромышленных продуктов);πᾶσα ἰ. θανάτου Thuc. — всякий вид смерти;πολλαὴ ἰδέαι πολέμων Thuc. — многие виды войн;ἑτέραν ὕμνων ἰδέαν Δήμητρα θεὰν κελαδεῖν Arph. — прославлять богиню Деметру другим родом гимнов4) лог. род, класс, категория или видτὸ τῶν ἰχθύων γένος πολλὰς περιέχον ἰδέας Arst. — род рыб, содержащий много видов
5) способ, образ, формаἐφρόνεον διφασίας ἰδέας Her. — (эретрийцы) задумали два различных плана;
πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες Thuc. — испробовав все способы;τῇ αὐτῇ ἰδέᾳ Thuc. — таким же образом;τίς ἰ. βουλήματος ; Arph. — что за затея?6) филос. идея, общее свойство, начало, основание, принципμίᾳ ἰδέᾳ τὰ ὅσια (sc. ἐστίν) Plat. — праведные поступки являются праведными в силу единого (общего им) начала;
εἰς μίαν τέν ἰδέαν ἄγειν τὰ πολλαχῆ διεσπαρμένα Plat. — к единому началу сводить там и сям рассеянные элементы;μίαν ἰδέαν διὰ πολλῶν διαισθάνεσθαι Plat. — распознавать единое начало во многих вещах7) ( в идеалистической философии) идея, первообраз, идеальное начало (общий образ сущего, постигаемый умом)ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἰ. Plat. — идея блага;
οἱ τὰς ἰδέας αἰτίας τιθέμενοι Arst. — устанавливающие в качестве причин (эмпирического мира) идеи, т.е. представители идеалистической философии
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πολέμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αξιωματικός του Μεγάλου Αλέξανδρου. Κατηγορήθηκε για συνωμοσία αλλά τελικά αποκαταστάθηκε. Αργότερα τον συνέλαβε ο Άτταλος, ως οπαδό του Περδίκκα. 2. Φρούραρχος στην πόλη Πηλούσιο της Αιγύπτου, διορισμένος από τον… … Dictionary of Greek
Πολέμων, Αντώνιος — (88 – 144 μ.Χ.). Έλληνας ρήτορας από τη Λαοδίκεια, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της δεύτερης σοφιστικής, μαθητής του Σκοπελιανού και δάσκαλος του Ηρώδου του Αττικού. Με τον Π. η σχολή της Σμύρνης έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek